Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

«Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΜΑΣ»

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ

Ι. ΝΑΟΥ ΑΓ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΕΥΧΟΣ 35

ο ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021
Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου - Άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς
«..Εάν το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό, και το καλό δένδρο
παράγει επίσης καλό καρπό, η μητέρα της αυτοαγαθότητος, η
γεννήτρια της αιώνιας καλλονής, πως δεν θα υπερείχε ασύγκριτα
κατά την καλοκαγαθία από κάθε αγαθό εγκόσμιο και υπερκόσμιο;
Διότι η δύναμη που καλλιέργησε τα πάντα, ο προαιώνιος και
υπερούσιος Λόγος, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία
για χάρη μας θέλησε να περιβληθεί τη δική μας εικόνα, για να
ανακαλέσει τη φύση πού σύρθηκε στον Άδη και να την ανακαινίσει,
γιατί είχε παλαιωθεί και να την αναβιβάσει προς το υπερουράνιο
ύψος της βασιλείας και θεότητός του.
Και βρίσκει αυτήν την αειπάρθενη η οποία υμνείται από μας σήμερα
που γιορτάζουμε την παράδοξη είσοδό της στα άγια των αγίων και
την εκλέγει ανάμεσα από όλους ανά τους αιώνες εκλεκτούς και
θαυμαστούς και περιβόητους για την ευσέβεια και σύνεση και σε
λόγια και σε έργα.

2

Ήταν αδύνατο η υψίστη και υπεράνω του νου καθαρότης, ο
σαρκωθείς Λόγος, να ενωθεί με μολυσμένη φύση, γιατί ένα μόνο
πράγμα είναι αδύνατο στο θεό, το να έλθει σε ένωση με ακάθαρτο,
πριν αυτό καθαρισθεί. Γι' αυτό και χρειαζόταν κατ' ανάγκη μια
τελείως αμόλυντη και καθαρότατη παρθένο για κυοφορία και
γέννηση εκείνου που είναι και εραστής της και δοτήρας της
καθαρότητας, η οποία και προορίσθηκε και φανερώθηκε και το
σχετικό με αυτήν μυστήριο τελέσθηκε, με πολλά παράδοξα
γεγονότα.
Πρώτα η γέννησή της από το ζεύγος που ζητούσε με άσκηση και
προσευχή τη λήξη της ατεκνίας τους και έλαβαν την υπόσχεση και
συνέλαβαν τη τωρινή Θεομήτωρ. Και επειδή οι πολυάρετοι γονείς
της πέτυχαν το ζητούμενο, έσπευσαν να εκπληρώσουν την προς το
Θεό υπόσχεσή τους και μετά τον απογαλακτισμό την οδηγούν στο
ιερό του Θεού και στον ιεράρχη που ευρίσκετο εκεί, αλλά και αυτή
μόνη της με ελεύθερη γνώμη προσήλθε στο Θεό και διέμενε στα
άγια των αγίων. Τρεφόταν δε από πάνω με άγγελο με απόρρητη
τροφή που δυνάμωνε καλύτερα τη φύση της και τελειοποιούσε τον
εαυτό της κατά το σώμα, ώστε το κατάλληλο καιρό να ανοιχθούν οι
ουράνιες μονές και να δοθούν για αιώνια κατοίκηση σε όσους
πιστεύουν στη παράδοξη γέννα της.
Έχοντας πλέον από τη μητρική ακόμη κοιλιά τέτοια θεία χαρίσματα
και φυσικά δώρα, δεν δέχθηκε ούτε καμιά άλλη επίκτητη φύση
(διότι έτσι νομίζω ότι πρέπει να ονομάζουμε τα από τους δασκάλους
αποκτήματα) να εισφέρει μέσα της φοιτώντας σε δασκάλους.

3

Αντίθετα, αφού παρέδωσε στο Θεό τον ηγεμονικό νου ως υπήκοο σε
όλα, εγκατέλειψε δε τελείως τα διδάγματα των ανθρώπων και έτσι
δέχθηκε άφθονη την από τα άνω σοφία, στο σημείο της ηλικίας που
οι γονείς τοποθετούν τα παιδιά χωρίς τη θέλησή τους ως νήπια κάτω
από τη καθοδήγηση νηπιαγωγού και τα παραδίδουν σε
γραμματοδιδασκάλους, αυτή παρακάθεται μαζί με το Θεό σε άγια
άδυτα σαν θεσπέσια ανάκτορα, ως βασιλικός έμψυχος θρόνος
ανώτερος από κάθε έδρα, στολισμένος ολόκληρος με αρετές που
πρέπουν σε τέτοιο βασιλέα που κάθεται σε αυτόν.
Μόλις τριών ετών που μόλις είχε αποκοπεί από το θήλασμα και τη
δίαιτα της αγκαλιάς δείκνυε το πρέπον σε όσους γνωρίζουν να
κρίνουν αλάθευτα. Όταν έφθασε κοντά στα πρόθυρα του ιερού, ενώ
νεάνιδες ευγενείς ντυμένες επάξια προς το γένος τους την
περιστοίχιζαν κρατώντας λαμπάδες και έτσι με επισημότατη πομπή
την προέπεμπαν με ευταξία προς το εσωτερικό, σε αυτό το σημείο
φάνηκε ότι αισθανόταν καλύτερα από όλους όσα συμβαίνουν και
πρόκειται να της συμβούν. Σεμνή τότε και χαρούμενη και θαυμαστή
με το κατάλληλο παράστημα και ήθος και φρόνημα προχωρούσε και
έρχεται σε συνάντηση με τον αρχιερέα.
Και αμέσως εγκατέλειψε όλους γονείς, τροφούς, συνομήλικες και
αποχωρίσθηκε από τους συναγμένους, μόνη εντελώς, χαρούμενη
προχωρεί στον αρχιερέα ο οποίος την εισήγαγε στα άγια των αγίων
και έπεισε όλους τους τότε ζώντας να δέχονται το γεγονός αυτό, με
τη σύμπραξη και τη συναπόφαση του Θεού. Διότι επρόκειτο να γίνει
σκεύος εκλογής, όχι όπως η κιβωτός γεμάτο σκιές και τύπους, αλλά

4

γεμάτο αλήθεια, για να βαστάει κυοφορώντας εκείνον τον ίδιο, του
οποίου το όνομα είναι θαυμαστό. Τι σπουδαίο θαύμα;
Ας δούμε λοιπόν, πως τίθεται τέλος στους τύπους, πως πάνω σε
εκείνη ακριβώς τη σκιαγραφία τελετουργείται η μορφή της
αλήθειας. Εισήλθε στα πρόσκαιρα άγια των αγίων η παντοτινή αγία
των αγίων. Εισήλθε η αχειροποίητη σκηνή του Λόγου, η λογική και
έμψυχη κιβωτός του άρτου της ζωής που αληθινά αποστάλθηκε σε
εμάς από τους ουρανούς. Εισήλθε η βίβλος της ζωής, που δεν
δέχθηκε τύπους λόγου, αλλά τον ίδιο το Λόγο του Πατρός
απορρήτως. Σε αυτήν την αληθινή κιβωτό παρίστανται όχι οι τύποι
των αγγέλων, αλλά οι ίδιοι οι άγγελοι και το σπουδαιότερο είναι ότι
δεν επεσκίαζαν απλά, αλλά διακονούσαν και υπηρετούσαν στη
διατροφή. Διατροφή που δεν είναι δυνατό να πούμε ούτε τι ήταν,
τόσο ξεπερνούσε σε θαυμασμό και το πολυθρύλητο εκείνο μάννα.
Ο διακομιστής ήταν καθαρό σύμβολο της αγγελικής πολιτείας της
Παρθένου σε αυτό το στάδιο της ηλικίας την υπηρετούσε συνεχώς
και δεν την επεσκίαζε, υποσχόμενος σε αυτήν το μελλοντικό
μεγαλείο. Αυτήν άλλωστε πρόκειτο να επισκιάσει, όχι άγγελος ούτε
αρχάγγελος ούτε τα ίδια τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, αλλά η ίδια η
ενυπόστατη δύναμη του Υψίστου. Τούτο μάλιστα δεν είναι
επισκίαση αλλά καθαρά ένωση, όχι μόνο στη γαστέρα αλλά και
μόρφωση. Και το μορφωμένο από τα δύο, δηλαδή από τη δύναμη
του Υψίστου και στη παναγία και παρθενική εκείνη γαστέρα ήταν ο
Λόγος Θεού σαρκωμένος.

5

Πω πω, σε ποιό βάθος μυστηρίου κατεβάσαμε το λογο! Και έτσι
ζούσε λοιπόν σαν στο παράδεισο, βίο απαράσκευο, αφρόντιστο,
αμέριμνο, αμέτοχο αγενών παθών, ζώντας μόνο για το Θεό,
βλεπόμενη μόνο από το Θεό, τρεφόμενη μόνο από το Θεό και γενικά
αφιερωμένη συνεχώς στο Θεό.
Ζούσε την ιερά ησυχία, τη στάση του νου και του κόσμου, τη
λησμονιά των κάτω, την μύηση των άνω, την απόθεση των
νοημάτων προς το καλύτερο, δια της παιδείας από την ησυχία που
θεωρούμε μέσα το Θεό. Αφού λύθηκε από κάθε υλικό δεσμό
ανυψώθηκε πάνω και από αυτή τη συμπάθεια προς το σώμα της,
σύνηψε το νου της με τη προς τον εαυτό στροφή και προσοχή και με
τη αδιάλειπτο θεία προσευχή. Και δι' αυτής ερχόμενη τελείως στον
εαυτό της και υπερβαίνοντας το πολύμορφο συρφετό των λογισμών,
διέκρινε νέα και απόρρητη οδό στους ουρανούς, που θα την έλεγα
νοητή σιγή.
Αφού έτσι μυήθηκε στα ανώτατα μυστήρια με αυτές τις ακρότατες
θεωρίες και κατά το τρόπο αυτόν ενώθηκε και αφομοιώθηκε με το
Θεό, μόνη αυτή στους αιώνες επετέλεσε αυτή την υπερφυά πρεσβεία
για χάρη μας και μόνη της την αποπεράτωσε, πραγματοποιώντας το
μέγα και το πάνω από το μέγα κατόρθωμα. Διότι δεν έγινε μόνο καθ'
ομοίωση Θεού, αλλά και έκαμε το Θεό καθ' ομοίωση ανθρώπου.
Και δεν το έκανε αυτό πείθοντάς τον, αλλά και τον κυοφόρησε
ασπόρως και τον γέννησε αφράστως, κατά την χάρη από το Θεό (γι'
αυτό και προσαγορεύθηκε από τον αρχάγγελο, κεχαριτωμένη).

6

Ποιος μπορεί να περιγράψει τα μεγαλεία σου, παρθένε; Έγινες
Θεομήτωρ, ένωσες το νου με το Θεό, ένωσες το Θεό με τη σάρκα,
έκανες το Θεό υιό ανθρώπου και τον άνθρωπο υιό Θεού,
συμφιλίωσες τον κόσμο με τον ποιητή του κόσμου. Μας δίδαξες με
έργα ότι το θεωρείν δεν προσγίνεται μόνο με αίσθηση ή και λογισμό
στους πραγματικούς ανθρώπους (διότι τότε θα ήσαν λίγο μόνο
καλύτεροι από τα άλογα), αλλά πολύ περισσότερο με τη κάθαρση
του νου και τη μέθεξη της θείας χάριτος, κατά την οποία εντρυφούμε
στα θεοειδή κάλλη όχι με λογισμούς, αλλά με άυλες επαφές. Έκαμες
τους ανθρώπους ομοδίαιτους με τους αγγέλους, ή μάλλον αξίωσες
και μεγαλύτερων βραβείων, αφού συνέλαβες από το άγιο Πνεύμα
θεανδρική μορφή και την γέννησες παράδοξα και κατέστησες την
ανθρώπινη φύση απορρήτως συμφυή και, θα λέγαμε, ομόθεη με τη
θεία φύση.
Ας φυλάττουμε επομένως τη προς το Θεό και προς αλλήλους
ενότητα, που έχει εντυπωθεί σ' εμάς από το Θεό θείως, δια των
δεσμών της αγάπης. Ας βλέπουμε πάντοτε προς τον άνω γεννήτορα.
Ας υψώσουμε άνω προς αυτόν τη καρδιά μας. Ας παρατηρήσουμε το
μέγα τούτο θέαμα, τη φύση μας να συνδιαιωνίζει αύλως με το πυρ
της Θεότητος, και, αποβάλλοντας τους δερμάτινους χιτώνες, που
έχουμε ενδυθεί από τη παράβαση, ας σταθούμε σε αγία γη,
αναδεικνύοντας ο καθένας μας τη δική του γη αγία δια της αρετής
και της προς το Θεό σταθερής αφοσιώσεως, να φωτισθούμε και
φωτιζόμενοι να συνδιαιωνίσουμε σε δόξα της τρισηλίας Θεότητος

7

που πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνηση τώρα και στους
ατέλειωτους αιώνες. Γένοιτο...».
Πηγή: απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο
Παλαμάς», τόμος 11ος

Λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ
Χριστοῦ
Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! Ὁ ἀχώρητος
χωρεῖται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ πλουτίζων
πτωχεύει ἵνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα, ὁ πλήρης
κενοῦται ἵνα ἐγὼ τῆς Ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ
πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο γέγονε μυστήριον;
«Ἀνάμεσα σὲ ὅσα ἔγιναν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὸν
ἄνθρωπο, δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ὠφέλιμο γιὰ ὅλη τὴν κτίσιν καὶ
πιὸ θεῖο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, τὴ γέννηση τοῦ
Χριστοῦ».
Ἑνώθηκε ὁ Θεός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατὰ
τρόπο ἀσύγχιτο, καὶ συγκροτήθηκε μία θεανδρικὴ ὑπόσταση. Δὲν
εἶναι μονάχα ἡ θεότητα ἀνεξιχνίαστη ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος ποὺ
ἐνανθρώπησε εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοηθεῖ λογικά...
Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ τέλειος Θεὸς ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Χαρίζει τὸν ἑαυτό Του δίδοντας στοὺς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ
ἀπολαμβάνουν τὴν ἀνακαίνιση, τὴν κατὰ χάριν θέωση τῆς ζωῆς
μετὰ τὴν «πτώση» καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἐλευθερώσει τὰ πλάσματά Του
ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη κακία τοῦ διαβόλου. Κατέβηκε ἀπὸ ψηλά,
ταπεινώθηκε ἀναμιγνύοντας τὴ Θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ὑπέδειξε ἔτσι σὲ ὅλους, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ
φέρνει πρὸς τὰ ἄνω δὲν εἶναι ἡ ἔπαρση ἀλλὰ ἡ ταπείνωση.
Ὅποιος συνετίσθηκε καὶ κατανόησε τὴν τιμὴ ποὺ ἔλαβε ἡ φύση μας

8

ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀντιλήφθηκε τὴ φιλανθρωπία Του θὰ τρέξει μὲ
λαχτάρα σ’ Αὐτὸν.
Ἑορτάζομεν σήμερα τὸν ἐρχομὸν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
καὶ καλούμεθα νὰ ἐνδυθῶμεν τὸν νέον ἄνθρωπον, ἀφοῦ
ἐγκαταλείψωμεν τὸν παλαιόν, νὰ ζήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, νὰ
γεννηθοῦμε μαζί Του, νὰ συσταυρωθοῦμε καὶ νὰ ταφοῦμε μαζί Του.
Ἂς ἑορτάζωμεν ὄχι κατὰ τρόπον κοσμικόν, μὲ δημόσιες πανηγύρεις
μόνον, ἀλλὰ περισσότερον κατὰ τρόπον θεϊκόν. Ἂς μὴ στολίσωμεν
μόνον τὰ προπύλαια, τοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια μας, ἂς μὴ
χορτάσουμε μόνον τὰ μάτια μας καὶ τὴν ἀκοήν μας μὲ μελῳδίες, ἂς
μὴν ἑτοιμάσουμε μόνον ἰδιαίτερα ἐδέσματα διὰ νὰ προσφέρωμεν εἰς
τὴν γαστέρα μας προσκαίρους ἡδονάς, ἂς μὴ διαφθείρουμε τὴ
γεῦσιν μας, ἂς μὴν ἐπιτρέψωμεν εἰς τὴν ἁφὴν νὰ εὐχαριστηθῆ, ἂς μὴ
δείξωμεν ἀδυναμίαν εἰς ἔνδυμα πλούσιον, ἂς μὴ φορτωθῶμεν μὲ
πολύτιμους λίθους, ἂς μὴν παραδιδώμεθα εἰς γλέντια καὶ
οἰνοποσίας.
Ἂς μὴν προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράση ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὴν
ἀκολασίαν, δεδομένου ὅτι ἀκολασία εἶναι κάθε τὶ τὸ περιττὸν καὶ
χρησιμοποιούμενον περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι χρειαζόμεθα. Καὶ αὐτὰ
νὰ συμβαίνουν ὅταν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιον
πηλὸν μέ μᾶς, πεινοῦν καὶ ἔχουν ἀνάγκην.
Ἐμεῖς δὲ οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦμεν τὸν Λόγον ἂς ἀπολαύσωμεν ὅλα
τα ἀγαθὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὸν θεῖον νόμον καὶ μὲ ἀφηγήσεις
ἀνεφερομένας εἰς τὴν σημερινὴν πανήγυριν, διὰ νὰ εἶναι ἁρμόζουσα
ἡ ἀπόλαυσις καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μᾶς
ἔχει συγκεντρώσει διὰ νὰ πανηγυρίσωμεν.
(Τὰ ἀναγνώσματα κατὰ τὴν Τράπεζαν τῶν Μοναστηριῶν ......)
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ χθές, σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας, ἐκφράζει
τὸ αἰώνιον, ξεπερνᾷ τὰ παρόντα (χῶρο, χρόνο, νόμους τῆς φύσεως).
Αὐτὸς ὁ νοητὸς παρὼν κόσμος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν «Λόγον δι’ οὗ
τὰ πάντα ἐγένετο», ὥστε νὰ ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξετάζει τὰ τῆς
Δημιουργίας καταμετρῶντας τὰ ὑλικὰ μὲ τὸν μικρὸν «λόγον» -τὴν
ἀπὸ τὸν Θεὸν δωρημένη λογική μας- φθάνοντας καὶ εἰς τὰ μεγάλα
πράγματα, τὰ πνευματικά.
Νὰ γνωρίσωμεν καὶ νὰ τιμήσωμεν τὴν μικρὰν Βηθλεέμ καὶ νὰ
προσκυνήσωμεν τὴν Φάτνη ποὺ μᾶς ἐπαναφέρει γνωρίζοντάς μας

9

τὸν Παράδεισον, ὅπως καὶ ὁ Ἠσαΐας μᾶς παραγγέλει:«γνώρισε,
ὅπως ὁ βοῦς, τὸν κύριόν του καὶ ὅπως ὁ ὄνος τὸ παχνὶ τοῦ κυρίου
του».
Ἂς καθαρίσουμε τὸν νοῦν καὶ τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν διάνοιαν, ὅσοι
ἐντρυφοῦμε εἰς τὰ τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα, διὰ νὰ ἀπολάβουμε
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν τελειώνουν ποτέ.
Ἄς τρέξωμεν μαζὶ μὲ τὸν ἀστέρα καὶ νὰ φέρωμεν δῶρα μαζὶ μὲ τοὺς
μάγους, τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν ταπείνωσή μας.
Ἄς συμπορευθοῦμε σ ̓ ὅλες τὶς ἡλικίες καὶ σ ̓ ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ
Χριστοῦ ὡς μαθητὲς Του καὶ ὁ καθένας μας ἂς φροντίζει νὰ γευθεῖ
τὴν χολήν, τὸ ὄξος, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ κτυπήματα, τὶς ὕβρεις καὶ
τὸν ἀκάνθινον στέφανον διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς συγκατάβασής
μας πρὸς ὅλους ἀνεξαρτήτως, ὅπως Ἐκεῖνος χάριν τοῦ καθενὸς μας.
Ἂς ἐνδυθοῦμε τὸ κόκκινον ἔνδυμα, τὸ καλάμι, καὶ τὰ εἰρωνικὰ
προσκυνήματα ἐκείνων ποὺ εἰρωνεύονται τὴν ἀλήθειαν
διαμαρτυρώμενοι μὲν ἀλλὰ ἀγαπῶντας τους.
Τέλος, ἂς συσταυρωθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, διὰ νὰ ἀναστηθοῦμε
καὶ μαζί Του, διὰ νὰ δοξασθοῦμε καὶ νὰ βασιλεύσουμε μαζί Του,
στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας ἀκαταπαύστως τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος προσκυνεῖται καὶ λατρεύεται ὡς Τριάς, διὰ τῆς χάριτος τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, εἰς τὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνας. Ἀμὴν.

Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Δεκέμβριος 2018
Site: www.agios-gerasimos.gr

Ο βίος του Αγίου Σπυρίδωνος
Μέσα στη χορεία των Αγίων Πατέρων μας με ξεχωριστή
λαμπρότητα προβάλλει ο Άγιος Σπυρίδων, ο επίσκοπος
Τριμυθούντος Κύπρου. Φτωχός κι ασήμαντος μέσα στην
καθημερινότητα της απλοϊκής ζωής του και τη μέριμνα του έγγαμου
βίου του, έδωσε ο φιλόθεος Σπυρίδων με όλη τη δύναμη του την
καρδιά του στο Θεό κι αυτή πλατύνθηκε και χώρεσε στους κόλπους
της όλη τη δημιουργία Του.

10

Όσο ζούσε έγινε για την Κύπρο ο καλός ποιμένας. Ζύμωσε με τον
αγιασμένο ιδρώτα του την πονεμένη κυπριακή γη δίνοντας έτσι
κουράγιο να αντέξει το βαρύ πόδι των κατακτητών της. Δόξασε και
την Εκκλησία κατοχυρώνοντας, με την απλότητα των
πνευματοφόρων λόγων του και τη θαυματουργία, το ομοούσιο του
Υιού με τον Πατέρα στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο του 325 μ.Χ.
Όταν κοιμήθηκε, στερέωσε στην Ορθοδοξία το θεοφιλή λαό της
Κέρκυρας που κινδύνευσε να εκκαθολικιστεί από τους Λατίνους
κατακτητές του. Έγινε δε ο παρηγορητής στον πόνο του λαού του
Θεού με τις άπειρες θαυματουργίες του και, χάρισε στην
ανθρωπότητα το αγιασμένο λείψανο του, άφθορο από τον 4ον μ.Χ.
αιώνα να ευωδιάζει το άρωμα της Βασιλείας των Ουρανών και να
ελκύει αυτούς που διψούν την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
Η Κύπρος, «η νήσος των Αγίων» κατά τους χρονογράφους, που
γέννησε πολλούς και ονομαστούς Αγίους, έβγαλε από τα σπλάχνα
της και το θείο αυτό καρπό, αυτόν που έμελλε να φωτίσει με την
απλότητα του την οικουμένη, τον Άγιο Σπυρίδωνα το θαυματουργό.
Ο Άγιος γεννήθηκε στο χωριό Άσσια της επαρχίας Αμμοχώστου,
που τώρα ποδοπατείται από τους Τούρκους. Η χρονολογία της
γέννησης του δεν είναι ακριβώς γνωστή, είναι όμως βέβαιο πως
γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό του Γ ́ αιώνα. Ήταν από τη
νεότητα του απλός και ταπεινός και είχε σαν εργασία του να βόσκει
πρόβατα. Νυμφεύτηκε, και από το γάμο του απέκτησε παιδιά. Εκτός
όμως από τη θυγατέρα του Ειρήνη δεν αναφέρονται αλλά ονόματα
από τους βιογράφους.
Ο γάμος δεν ήταν για το Σπυρίδωνα εμπόδιο, αλλά αντίθετα ο
δρόμος του αγιασμού του, όπως ακριβώς είναι ο «εν Χριστώ» γάμος:
δρόμος αγιασμού των πιστών. Δεν άφησε την ευλογία του
μυστηρίου κατά μέρος για να ορμήσει στις βιοτικές μέριμνες, αλλά
αγαπώντας το Θεό «εξ όλης της καρδίας, ισχύος και διανοίας
του», όπως επιβάλλεται σε όλους τους χριστιανούς, οδηγούσε τις
βιοτικές μέριμνες του προς το Θεό, μένοντας αμέριμνος στην αγάπη
Του. Έτσι οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι ο πόθος της ησυχίας τον
ωθούσε να οδηγεί τα πρόβατα του να βόσκουν σε έρημα και ήσυχα
μέρη. Κι ενώ αυτά χόρταιναν ευχαριστημένα από τις τροφές της γης,

11

ο μακάριος Σπυρίδων έμενε αχόρταγος, καταγινόμενος στο
να «μελετά ημέρας και νυκτός εν νόμω Κυρίου».
Οι αρετές του θείου Σπυρίδωνα δεν ήταν απλώς μια βιασμένη
εξωτερική συμπεριφορά, αλλά έκφραση της χάρης του Θεού, που
ζούσε μέσα του ελκυόμενη από την αγάπη, την ταπείνωση και την
άσκησή του. Είχε νικήσει τη γαστριμαργία με την εγκράτεια, την
πορνεία με την προσευχή, τη φιλαργυρία με την αυτάρκεια. Η
ειρήνη του Αγίου Πνεύματος τον πλημμύριζε, η κενοδοξία
συντριβόταν από την ταπεινοφροσύνη του και η ακτημοσύνη του
τον ελευθέρωνε από την προσκόλληση στη γη. Ο Σπυρίδων ήταν
επίσης «φιλάδελφος και φιλόξενος» προς όλους, πονηρούς και
αγαθούς, γεμάτος αγάπη και καταδεκτικότητα.
Όλες τις αρετές τις αποκτούσε και τις ασφάλιζε «προσευχόμενος
αδιαλείπτως, νυκτός και ημέρας τω θεώ» και σύντομα έγινε ο
πραγματικά μακάριος «ιατρός ψυχών, πνευμάτων ακαθάρτων
φυγαδευτής, εκδιώκων τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος, πάσαν νόσον
και πάσαν μαλακίαν από τε των ψυχών και των σωμάτων των
ανθρώπων».
Τα χαρίσματα τον στόλιζαν και τον λάμπρυναν. Εκείνο όμως που
τον ανέβαζε πέρα από τους αγγέλους ήταν η ιερωσύνη που τον
έφερε στο ουράνιο θυσιαστήριο. Όταν λειτουργούσε, αρπαζόταν το
πνεύμα του προς το θρόνο του Θεού, από όπου έπαιρνε την
πληροφορία ότι «αληθώς προσεδέχθη η λογική αυτού θυσία υπό του
Θεού και Πατρός και ό,τι όπερ ητήσαντο τον Θεόν υπέρ του λαού,
έλαβε», όπως διασώζει ο βιογράφος του.
Ήταν ένας ποιμένας του Θεού για τους ανθρώπους. Δε σταμάτησε
όμως μέσα στην «εν Χριστώ» απλότητα του να είναι και ποιμένας
προβάτων, όταν ακόμα μετά το θάνατο της πρεσβυτέρας του
αναδείχτηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος. Κι ενώ την ημέρα εποίμαινε
τους ανθρώπους τη νύχτα έβοσκε τα πρόβατα του.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία που ο ουράνιος αυτός
άνθρωπος και επίγειος άγγελος έγινε αρχιερέας. Πάντως σίγουρα
πριν το 325, γιατί όταν αυτοκρατόρευσε ο Μέγας Κωνσταντίνος,
πήρε μέρος στην Α ́ Οικουμενική Σύνοδο.
Ο φιλόθεος Σπυρίδων είχε ελκύσει τη χάρη του Θεού, που
φανερωνόταν εκτός από τις άλλες αρετές του στα άφθονα θαύματα,

12

που προξενούσε η προσεχή του. Μόλις ανέβηκε στον επισκοπικό
θρόνο ξέσπασε στην Κύπρο μεγάλη ανομβρία. Οι πηγές της γης
στέρεψαν και η δίψα με την πείνα μάστιζαν τον τόπο. Ο θάνατος
απλωνόταν στο νησί, που κινδύνεψε έτσι να ερημωθεί. Στράφηκαν
τότε οι κάτοικοι στο Θεό και κατέφυγαν στον εκλεκτό Του, το
θειότατο Σπυρίδωνα. Μόλις ο Άγιος προσευχήθηκε, άνοιξαν οι
κρουνοί του ουρανού και άφθονη βροχή χόρτασε τη διψασμένη γη.
Και για να φανερωθεί η παρρησία του θείου πατέρα στο Θεό, μόνο
με την προσευχή του σταμάτησε η βροχή, που απειλούσε πλημμύρες
και καταστροφές.
Ο Σπυρίδων ήταν και προορατικός. Ζώντας με την αδιάλειπτη
προσευχή στη γη, όπου υπάρχει ο χρόνος και συνάμα στον ουρανό,
όπου η αιωνιότητα, η υπέρβαση δηλαδή του χρόνου, γνώριζε ο
Άγιος και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τα μέλλοντα. Ένα
χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ιστορικό που μας διασώζει ο
βιογράφος του, ο Θεόδωρος, επίσκοπος Πάφου.
Ήταν εποχή πείνας και ένα φτωχός γεωργός έχοντας πολλή ανάγκη
από τρόφιμα για την οικογένεια του κατέφυγε σε έναν πλούσιο
έμπορο και του ζητούσε βοήθεια. Ο έμπορος όμως είχε μαζεμένες
σοδιές και τρόφιμα και, σκοπεύοντας να εκμεταλλευτεί την
κατάσταση, ζήτησε αρκετά χρήματα. Πονεμένος και πικραμένος ο
φτωχός κατέφυγες στον Άγιο, που τον παρηγόρησε λέγοντάς του «
Αύριο το σπίτι σου θα γεμίσει φαγητά».
Το βράδυ καταρρακτώδης βροχή κατακρήμνισε την πρόχειρη
αποθήκη του πλουσίου, τα αποθηκευμένα τρόφιμα παρασύρθηκαν
στο δρόμο και οι φτωχοί και οι πεινασμένοι, ανάμεσα τους και ο
φτωχός γεωργός, πήραν όσα χρειάζονταν. Ο φιλάργυρος έμπορος,
παρά το πάθημα του, δυστυχώς δε διορθώθηκε, ούτε μετανόησε.
Έμεινε στη σκληροκαρδία του.
Ο θείος Σπυρίδων, σαν αληθινός άνθρωπος, ήταν κυρίαρχος στη
φύση, όπως πρέπει στον άνθρωπο. Κυρίαρχος, μα όχι δυνάστης,
όπως είναι ο εμπαθής, που στην ουσία είναι δούλος των φυσικών
αναγκών του, αφού τις υπηρετεί αντί να τον υπηρετούν. Ελεύθερος
ως προς τη φύση, χωρίς να παύσει να είναι ταπεινός και ελεήμονας
σε αυτή. Μα και η φύση, όπως και τα ζώα, σε αυτού του είδους την
κυριαρχία «βρίσκουν τον εαυτό τους» και πρόθυμα υπηρετούν

13

τον «εν Χριστώ» άνθρωπο. Ο βιογράφος του μας διασώζει ένα
ιστορικό με τον ίδιο πλούσιο έμπορο που αναφέρθηκε
προηγουμένως.
Ένας φτωχός του ζήτησε τρόφιμα και σπόρους με την υπόσχεση να
τα επιστρέψει έντοκα μετά το θέρισμα. Ο πλούσιος απαιτούσε
ενέχυρο για να εξασφαλίσει και ο φτωχός κατέφυγε κλαίοντας στον
άγιο Επίσκοπο. Ο άγιος ελεήμονας προς τους φτωχούς και
πονεμένους δεν άφησε τον πλησίον του απαρηγόρητο.
Προσευχήθηκε και μετάβαλε ένα φίδι σε χρυσό κόσμημα. Την
επόμενη μέρα το έδωσε στο φτωχό που δίνοντας το για ενέχυρο,
πήρε τα χρειαζόμενα. Με την ευλογία του άγιου τα χωράφια του
φτωχού γέμισαν καρπό. Ο φτωχός ξόφλησε το χρέος του και
επέστρεψε το χρυσό κόσμημα στον Άγιο που μπροστά στον
έκπληκτο γεωργό το ευλόγησε κι έγινε ξανά φίδι.
Ήταν ο Άγιος Σπυρίδων και έξοχος παιδαγωγός. Παιδαγωγούσε με
την προσευχή και τα θαύματα του με τρόπο λεπτό, αλλά
αποτελεσματικό. Στην Ερυθρά, κωμόπολη ένα κενόδοξο και
παρήκοο διάκο και τον άφησε άλαλο. Ο Άγιος τον παρακάλεσε να
ψέλνει πιο σύντομα στον εσπερινό, γιατί είχε κάπου να πάει. Ο
διάκος θέλοντας να επιδείξει την ωραία φωνή του την αργόσερνε,
ώσπου ξάφνου δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Ήταν ο σωφρονισμός
του Θεού. Τρομαγμένος ο διάκος ζητά τη συγχώρηση και την
ευσπλαχνία του Αγίου. Ο θείος Σπυρίδων προσευχήθηκε και η φωνή
ξαναγύρισε. Για να ταπεινωθεί όμως, έμεινε για λίγο καιρό βραχνός.
Ο χαριτωμένος τρόπος, που ο Θεός σωφρόνιζε αυτούς που ο θείος
Σπυρίδων απέφευγε να τιμωρήσει, δεν οφειλόταν παρά στην
ευσπλαχνία του Αγίου. Η φιλοκτημοσύνη, ένα από τα πιο ισχυρά
πάθη που κρατούν τον νου μας αιχμαλωτισμένο στη γη, είχε νικηθεί
από τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο νους του ελευθερωμένος από την
προσκόλληση ζούσε τα γήινα με την καθαρότητα του ουρανού.
Ζούσε και στον ουρανό μεταφέροντας τον πόνο της γης στον
Τριαδικό Θεό για να τον ελαφρώσει.
Σε αυτό τον ουρανό, τη Βασιλεία του Θεού, ποθούσε ο Άγιος του
Θεού να εγκατοικήσει μια για πάντα. Η κηδεία έγινε με τη
σεμνότητα που άρμοζε και ο απλοϊκός ποιμένας θάφτηκε στη
μάντρα του. Στο ναό της Τριμυθούντος της Κύπρου, αγιάζοντας έτσι

14

το χώμα της πατρίδας του που το σκάλιζε, το πότιζε και το έβρεχε με
τον ιδρώτα του, ως τα γεράματα του.
Η εκλογή της αγάπης του Θεού πέρα από κάθε άλλη αγάπη από τον
Άγιο Σπυρίδωνα τον έκαμε εκλεκτό του Θεού. Αυτό έχει ήδη γίνει
αντιληπτό από την περίπτωση της θεραπείας του γιου του Μ.
Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο, που τον γιάτρεψε από μια βαριά
αρρώστια.
Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν, όπως όλοι οι Άγιοι, πολίτης της Βασιλείας
του Θεού και άφηνε γύρω του το μυστικό της άρωμα. Στο ναό της
Τριμυθούντος, όπως σε κάθε ναό της Εκκλησίας μας, σε κάθε
λειτουργία και ακολουθία γίνεται ολόκληρο πανηγύρι από τις
Ουράνιες Δυνάμεις και τους Αγγέλους. Όντας ένας από αυτούς ο
Άγιος Σπυρίδων συνοδευόταν στις ακολουθίες, όταν απουσίαζε ο
λαός, από τους Αγγέλους. Μια φορά μάλιστα η αγγελική συνοδεία
γινόταν ακουστή μακριά από το ναό και ο φτωχός λαός της
Τριμυθούντος δοξολογούσε το Θεό, που τους έστειλε ένα ποιμένα
ισάγγελο.
Το χώμα της Κύπρου δέχτηκε το αγιασμένο σώμα του, που
μπόλιασε τη γη με την αγιωσύνη του, δίνοντας της την ελπίδα της
Αναστάσεως στη δεύτερη ένδοξη Παρουσία του Χριστού μας. Και
αυτό το χώμα άφηνε τον αγιασμό να διαπερνά τους πόρους και να
σκορπίζεται πλουσιοπάροχα στο φως και τον αέρα. Ο τάφος του
έγινε πηγή ιαμάτων, από όπου ανάβλυζε άφθονη η ευλογία, που
έτρεφε το φιλόθεο λαό της Κύπρου.
Τη μέρα της γιορτής του Αγίου πλήθος προσκυνητών περνούσαν
από την Τριμυθούντα για να χαιρετίσουν τον Άγιο που τους κέρναγε
ανάλογα με τη δεκτικότητα τους. Ένας από τους προσκυνητές
γεμάτος κατάνυξη πλησίασε τον τάφο για να προσκυνήσει. Η χάρη
του Θεού τον περιτύλιξε με τέτοια δύναμη, που ούτε νε μιλήσει
ήθελε, ούτε να φάει, παρά μόνο αισθανόμενος το πνεύμα του έξω
από το χρόνο και το χώρο έπλεε από χαρά και έκσταση στην
αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού.
Ο Πάφου Θεόδωρος που ήταν εκτιμητός μεταξύ των επισκόπων της
Κύπρου ήταν εκείνος που στη γιορτή του Αγιοτάτου Σπυρίδωνα το
655 μ.Χ. εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο προς τιμή του θείου
πατρός. Γιατί κάθε χρόνο στις 14 Δεκεμβρίου αρχικά και αργότερα

15

στις 12 του ίδιου μήνα μαζεύονταν ανάμεσα στο πλήθος του λαού
όλοι οι Επίσκοποι της Κύπρου και συλλειτουργούσαν,
αναπέμποντας τη δοξολογία της Εκκλησίας της Κύπρου στον
απειράγαθο Θεό για το μεγάλο πρέσβυ, που της χάρισε στο θρόνο
της βασιλείας του. Χωρικοί από όλα τα μέρη του νησιού, έφερναν
από μακριά τα ζώα, τα οπωρικά, τα φρούτα, την πραμάτια τους
γενικά γύρω από το ναό.
Ενώ όμως η κυπριακή γη κράτησε το αγιασμένο λείψανο άφθορο να
μοσχομυρίζει στα σπλάχνα της, ήλθε ο καιρός, τα τέλη του Ζ’
αιώνα, το ιερό σκήνωμα να αγιάσει και άλλους τόπους. Οι επιδρομές
των Αράβων απειλούσαν τον ολοκληρωτικό αφανισμό των Κυπρίων
τόσο που ο Ιουστινιανός, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου,
μετανάστευσε τον πληθυσμό της Κύπρου στον Ελληνισμό. Το ιερό
λείψανο για να ασφαλιστεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη,
όπου έγινε δεκτό από τους Βυζαντινούς σαν ιδιαίτερη ευλογία από
το Θεό.
Στην Κύπρο ο ναός της Τριμυθούντος έγινε τελικά Μοναστήρι, ενώ
στην Κέρκυρα η θεία οικονομία σχεδίαζε την προστασία του νησιού
αυτού από τα δόγματα των Λατίνων κατακτητών του. Το θείο
σκήνωμα αφέθηκε για προσκύνημα σε έναν από τους ναούς του
νησιού, ενώ τα πάμπολλα θαύματα που φανέρωναν τη δόξα του
Αγίου Σπυρίδωνα στο θρόνο του Θεού ώθησαν το λαό να κτίσει με
τα υστερήματα του το μεγαλόπρεπο ναό προς τιμή του Αγίου που
βλέπουμε σήμερα.
Με τα θαύματα του ο Άγιος Σπυρίδων εκδήλωνε την αγάπη του για
το λαό του Θεού. Αγάπη γεμάτη πόνο για τις θλίψεις και τα βάσανα
όλου του κόσμου. Ελεήμονας, φιλόστοργος και φιλάνθρωπος ο
Άγιος Σπυρίδων θεράπευσε και θεραπεύει, εισάκουσε και εισακούει
τον πόνο κάθε ανθρώπου. Τα θαύματα ο Άγιος του Θεού δεν τα
ενεργούσε για να επιδειχτεί και να γίνει θαυμαστή η θεία
παντοδυναμία, αλλά γιατί ο ανθρώπινος πόνος αγιάτρευτος από τις
ανθρώπινες προσπάθειες γιατρευόταν μόνο με τη χάρη του Θεού.
Οι Άγιοι του Θεού, όπως ο φτωχός και ο ταπεινός Σπυρίδων, μέσα
στο φως της Θεότητας που τους γεμίζει, βλέπουν συνεχώς σε
μεγαλύτερο βάθος την έκταση της αμαρτωλότητάς τους και
απελπισμένοι από τη δική τους αδυναμία προσφεύγουν με όλη την

16

ελπίδα τους στο Θεό που τον αισθάνονται όλο και περισσότερο
Πατέρας μας.
Η μίμηση του φιλόθεου Σπυρίδωνα δεν έγκειται στο να φτάσουμε να
θαυματουργούμε μια μέρα και να δοξαστούμε από το Θεό και τους
ανθρώπους. Αυτό δεν εξαρτάται καθόλου από μας και θα ήταν
εγωιστικό να το επιζητούμε. Μπορούμε όμως να μιμηθούμε τον
Άγιο ως προς τη ζωή του, που είχε σαν κύριο γνώρισμα την αγάπη
του προς τον πλησίον, με όλες τις αδυναμίες και τα πάθη του.
Πηγή υλικού
www.pireas-piraeus.blogspot.gr
www.imp.gr
www.koutouzis.gr
Site: http://www.romiosini.org.gr

Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Πειραιως και η προσφορα του στην επανασταση του 1821.
Τὸ 1735 ἱδρύθηκε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐκεῖ
ἀκριβῶς ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ ὁμώνυμη ἐκκλησία, πάνω σχεδὸν στὰ
ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου ναοῦ τῆς Ἀφροδίτης.
Τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἦταν ὀχυρωμένο μὲ γεροὺς τοίχους, ἀπόρθητες
ἐπάλξεις καὶ ἀρκετὲς πολεμίστρες. Ἡ εἴσοδός του ἦταν θολωτή, μὲ
διπλὲς καὶ γερὲς πόρτες, τὸ δὲ διάκενο ποὺ μεσολαβοῦσε ἀνάμεσα
στὶς δύο, ἦταν ἀδιάβατο γιὰ τοὺς ξένους, γιατί στὸ κέντρο τοῦ θόλου
ὑπῆρχε μιὰ τρύπα ἀπ’ ὅπου οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ,
ζεματοῦσαν μὲ βραστὸ λάδι καὶ καυτὸ μολύβι, αὐτοὺς ποὺ θὰ
προσπαθοῦσαν νὰ μποῦν μὲ τὴν βία στὴν Μονή.
Ὅλη ἡ πειραϊκὴ χερσόνησος ἀποτελοῦσε κτῆμα της, ἢ ἀλλιῶς,
βακούφι της. Ἐπίσης εἶχε ἀρκετὰ μετόχια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ
γνωστότερο βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ Καραβᾶ, τοῦ ὁποίου ὁ
μετοχιάρης, συμμετεῖχε στὶς συνελεύσεις τῶν κατοίκων της, γιὰ τὴν
ἐκλογὴ τῆς Δημογεροντίας ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόβλημα ἢ
ἀνάγκη προέκυπτε.
Ἡ μονὴ ἐνίσχυε συνεχῶς τὸ κύρος της μέχρι ποὺ τὸ 1767 ἔγινε
σταυροπηγιακή.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ὁ Πειραιᾶς ἔγινε
θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων τὸ κρίσιμο ἔτος τοῦ 1827, ὅπου

17

μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ λόφου τῆς Καστέλλας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μὲ
ἐπικεφαλῆς τὸν Σκωτσέζο φιλέλληνα συνταγματάρχη Gordon, οἱ
Τοῦρκοι ὀχυρώθηκαν στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα .
Κατὰ τὸ δίμηνο Μαρτίου – Ἀπριλίου τοῦ 1827, οἱ ἑλληνικὲς
στρατιωτικὲς δυνάμεις πολιόρκησαν τὴν μονή, καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνηλεὴ
βομβαρδισμό, ἀνάγκασαν τοὺς πολιορκημένους Τουρκαλβανοὺς νὰ
παραδοθοῦν.
Ἦταν τόσο γερὸ τὸ μοναστήρι ὥστε, ἄντεξε καταπληκτικὰ τὸ 1827,
στὸν βομβαρδισμὸ ποὺ ἔκανε ἐπὶ δύο ἡμέρες κατὰ τὴν Ἐπανάσταση
ὁ ναύαρχος Ἄστιγξ μὲ τὰ πολεμικὰ «Καρτερία» καὶ «Ἑλλάς». Ἀπὸ
τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, πέρασαν μεταξὺ ἄλλων, τρεῖς
ἡγούμενοι,ἕνας μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἄλλος, ὁ Νικηφόρος
Γαβριήλ, καὶ τρίτος, ὁ Συμεὼν Μαρμαροτούρης. Ὁ
Μαρμαροτούρης, συνεργάστηκε μὲ διάφορους δημογέροντες, τὸν
Νικ. Τυρναβίτη, Λογοθέτη, καὶ ἄλλους, γιὰ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν
Ἐπανάσταση.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ,τὸν ἀγωγὸ τοῦ νεροῦ τὸν εἶχε κατασκευάσει
μὲ δικά του χρήματα ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμώνυμης Σχολῆς, Γιάννης
Ντέκκας. Μάλιστα, στὴν διαθήκη του ποὺ ἔγινε τὸν Νοέμβριο τοῦ
1757 « μπροστὰ στὸν Δημόσιο Συμβολαιογράφο Μπονεφάτσιο» καὶ
ποὺ διαβάστηκε πέντε χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν κηδεία του, ἄφηνε στὴν
Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τὰ ἐξῆς χρήματα, καὶ ἐντολές :
«Τετρακόσια δουκάτα γιὰ νὰ ἀγοράσουν οἱ ἐπίτροποι ἕνα
ὑποστατικό, ἀπὸ τὰ χρήματα τοῦ ὁποίου θὰ διατηροῦνε καθαρὴ καὶ
σῶα τὴν σωλῆνα ποὺ φέρνει νερὸ στὸ μοναστήρι. Καὶ ὅτι ἀπομείνη
ἀπὸ τὸ περίσευμα τοῦ ὑποστατικοῦ, νὰ ξοδεύεται γιὰ τὸν
ἐξωραϊσμὸ τοῦ μοναστηρίου». Ἐπίσης, ἔκανε διάφορες συστάσεις
γιὰ τὸν ὑδραγωγό, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸν ἐπιστάτη « ἐπειδὴ τὸ νερὸ
εἶναι ἀγαθὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπομένως,ὠφέλιμο γιὰ ὅλους» ! Καί,
τελειώνοντας, ἔγραφε: «.. ἄν δὲν κάνει αὐτὰ ποὺ γράφω, θὰ δώση
λογαριασμὸ στὸν κριτὴ Θεό γιὰ τὰ τετρακόσια δουκάτα.» !
Ὅταν διαλύθηκε τὸ μοναστήρι, ἔμειναν στὰ χέρια τοῦ ἡγουμένου
Συμεών μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔγινε ὁλόκληρη
ἀλληλογραφία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἐπαρχιακοῦ διευθυντὴ τῆς
Ἀττικῆς.
Τὰ πράγματα ποὺ παρακρατοῦσε ὁ Συμεὼν Μαρμαροτούρης ἦταν,

18

ἕνα Εὐαγγέλιο, δύο σταυροί, τέσσερα καντήλια ἀργυρά, δύο
πετραχείλια χρυσά, καὶ διάφορα ἄλλα εἴδη. Τελικά, τὰ κειμήλια
αὐτά, τὰ πῆρε ἀργότερα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Μὲ τὴν διάλυση τοῦ μοναστηριοῦ – ὅπως καὶ ἄλλων μοναστηριῶν
τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου – τὸ 1833, κρατικοποιήθηκε ἡ περιουσία του
καὶ ὁ βασιλιᾶς Ὄθωνας, ἔχτισε νέο ναὸ στὴν θέση τῆς ἐρειπωμένης
μονῆς, τὸ 1836.
Ὡς ἀντίδωρο γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς πάλαι ποτὲ μονῆς τοῦ Ἁγίου
Σπυρίδωνος στὸ ἑλληνικὸ ἔθνος,ἀνακήρυξε τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα,
πολιοῦχο τοῦ Πειραιᾶ.
Ὁ νέος ναὸς κτίστηκε ἐπὶ δημαρχίας Δημ. Μουτσοπούλου κατὰ τὰ
ἔτη 1868-75 στὰ θεμέλια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου
Σπυρίδωνος (11ο/12ο αἰ.). Ἡ Μονή, εἶχε τὸ προσωνύμιο «τοῦ
Δράκου» καὶ ὁ ἑκάστοτε ἡγούμενός της, χαρακτηριζόταν ὡς
«Σπυριδωνίτης».
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἦταν πλούσιο μοναστήρι,
ὀχυρωμένο, γιὰ τὸν φόβο τῶν πειρατῶν (καστρομονάστηρο). Τὸ
1835 ὁρκίστηκαν στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, οἱ πρῶτες
Δημοτικὲς Ἀρχὲς τοῦ Πειραιᾶ. Ὅταν ἡ Ἀθήνα ἔγινε πρωτεύουσα τοῦ
Κράτους,ὁ Μιαούλης θέλησε νὰ χτίσει σπίτι, κοντὰ στὴν θάλασσα.
Τὸ μόνο σημεῖο στὸν Πειραιᾶ ποὺ δὲν εἶχε ἔλη,ἦταν ἡ περιοχὴ τῆς
Μονῆς. Οἱ ἐργολάβοι ἔβλεπαν στὸν ὕπνο τους ἕναν μοναχὸ ὁ ὁποῖος
τοὺς ρωτοῦσε «γιατί τοῦ ἔκλειναν τὸ σπίτι» καὶ ἀρνοῦνταν νὰ
συνεχίσουν τὶς ἐργασίες, ὁπότε ὁ Μιαούλης, ἀναγκάστηκε νὰ κτίσει
τὸ σπίτι μόνος του. Λίγο πρὶν τελειώσει, πολλοὶ Πειραιῶτες εἶδαν
στὸν ὕπνο τους τὸν μοναχὸ ὁ ὁποῖος τοὺς προειδοποιοῦσε ὅτι ὁ
ἰδιοκτήτης του, δὲν θὰ προλάβει νὰ κατοικήσει σ’ αὐτό. Ὁ
Μιαούλης πέθανε στὶς 11 Ἰουνίου 1835, καὶ δὲν πρόλαβε νὰ
κατοικήσει στὸ σπίτι.
Ἡ ὁδὸς Ἁγ. Σπυρίδωνος ἦταν γνωστὴ παλιὰ ὡς, «γιαχνὶ σοκάκι»
ἀπὸ τὰ πολλὰ οἰνομαγειρεῖα.

Site: www.enromiosini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου