Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

 «Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΜΑΣ»

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ

Ι. ΝΑΟΥ ΑΓ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΕΥΧΟΣ 33
ο
ΙΟΥΝΙΟΣ – ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
Λόγος Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις την Ανάληψη του Κυρίου

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ
Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή
του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.
Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς
ἀπὸ θάνατο.
Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή
του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποῦ δοξάσθηκε κατὰ
σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ
ἀπόστολος γι ̓ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι ̓ αὐτὸ
κι ̓ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε
ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο
ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε
γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ
Πατρός».(Φιλ. β ́ 8-11).



Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι
ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε
ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ
δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν
δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς
ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε
διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποῦ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν
σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ ̓ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ
μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ
παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α ́ Πέτρ. β ́ 21).
Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος,
ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ ̓ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε,
ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν
ὑπεροχή. Γιατὶ τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ ̓ αὐτὸν
εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια
τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν
πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.
Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ
μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί,
ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ ̓ ἀληθινὰ
ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε
ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται
καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα». (Ἐφ.
α ́ 20).
Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι ̓ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε;
«Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ
σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκ. κδ ́ 50). Τὸ ἔκαμε γιὰ
νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ



παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ
ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ
καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τη λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω
τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους
πάθους.
Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν»
δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ
αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατὶ δὲν στάθηκε μόνο στὸ
μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατὶ
ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ
ἀμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς»,
τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση.
Τὴν διπλῆ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ
αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε
φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα,
γιατὶ νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα - φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε
πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι
αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ
ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατὶ εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ
γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ
αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε
στὸν ἑαυτό του καθ ̓ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς
κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ
τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ
μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατὶ κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ
τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ



εὐχαρίστως γιατὶ καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ
τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ
κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος
του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατὶ τοῦ φέρνουν μόνο
τοὺς πιστεύοντες σ ̓ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι
πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο
Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν
δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ
σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε,
ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς
τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε
ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός,
καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.
Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ
τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι
ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται
πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ ́ 30). Τότε οἱ μαθητὲς
ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου
ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι,
αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ
θείου Πνεύματος.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ
ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι ̓ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ
ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ
μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος
εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς



μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ
νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α ́ Θεσ. δ ́ 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῷο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς
καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ
Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο
Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Λόγος Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου εις την Πεντηκοστή
Τὴν Πεντηκοστὴ ἐορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν
ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τὸ μυστήριο, πόσο καὶ μεγάλο εἶναι
καὶ σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, ἢ μᾶλλον μὲ τη σωματικὴ παρουσία Του(1). Διότι
διστάζω νὰ πῶ τὰ σωματικά, ἐφ' ὅσον κανένας λόγος δὲν
μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ εἶχε ἀπαλλαγεῖ
ἀπὸ τὸ σῶμα [ὁ Χριστός](2). Ἀρχίζουν δὲ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ
τὸ Ἅγιο Πνεύμα(3). Ποιὰ δὲ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ
Χριστό;
Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τὸ σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι
ποὺ τὸν δοξάζουν, οἱ ποιμένες ποὺ τρέχουν πρὸς Αὐτόν, ἡ
διαδρομὴ τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καὶ ἡ προσφορὰ τῶν
δώρων ἀπὸ τοὺς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν
Ηρώδη, ὁ Ἰησοῦς ποὺ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἐπιστρέφει
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ περιτέμνεται, ποὺ βαπτίζεται, ποὺ
δέχεται τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ πειράζεται, ποὺ
λιθάζεται γιὰ μᾶς (για νὰ μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας


ὑπέρ τοῦ Λόγου) ποὺ προδίνεται, ποὺ προσηλώνεται [στὸν
Σταυρό], ποὺ θάπτεται, ποὺ ἀνασταίνεται, ποὺ ἀνεβαίνει
[στοὺς οὐρανούς]. Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τώρα ὑφίσταται πολλὰ ἀπὸ
τοὺς μισόχριστους μέν, αὐτὰ ποὺ Τὸν ἀτιμάζουν καὶ τὰ
ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος)• ἀπὸ τοὺς φιλόχριστους δέ,
αὐτὰ ποὺ Του ἀποδίδουν τιμή. Καὶ ἀναβάλλει νὰ
ἀνταποδώσει ὅπως σ' ἐκείνους τὴν ὁργή, ἔτσι σὲ μᾶς τὴν
ἀγαθότητα• ἐπειδὴ ἴσως σ' ἐκείνους μὲν δίνει καιρὸ μετανοίας,
σὲ μᾶς δὲ δοκιμάζει τὸν πόθο, ἐὰν δὲν λιποψυχοῦμε καὶ δὲν
ἀποκάμουμε στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγώνες γιὰ τὴν εὐσέβεια•
ὅπως ἀκριβώς ὁρίζεται ἀπὸ τὴν θεῖα οἰκονομία καὶ τὰ
ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μὲ τὰ ὁποία κυβερνᾶ μὲ σοφία τὴ
ζωὴ μας. Ὅσα λοιπόν ἀναφέρονται στὸ Χριστὸ εἶναι αὐτὰ'
καὶ τὰ πέρα ἀπ' αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἐνδοξότερα [στὴ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν] καὶ μακάρι καὶ μεῖς νὰ φανοῦμε [δοξασμένοι
ἀπὸ τὸ Θεό]. Ὅσα δὲ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα νὰ ἔλθει ἐντός μου καὶ νὰ μοῦ
δώσει(4) λόγο ὅσον ἐπιθυμῶ κι' ἂν ὄχι τόσον, ἀλλ' ὅσος
ἀπαιτεῖται σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση. Πάντως ὅμως θὰ ἔλθει μὲ
ἐξουσία δεσποτική, καὶ ὄχι μὲ τρόπο δουλικό, οὔτε
περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει
ὅπου θέλει, καὶ σ' ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε καὶ ὅσο θέλει. Μ'
αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεῖς εμπνεόμαστε νὰ νοοῦμε καὶ νὰ μιλοῦμε
γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
ΣΤ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσοι Τὸ ὑποβιβάζουν στὴν τάξη τῶν
κτισμάτων εἶναι ὑβριστὲς καὶ δούλοι κακοὶ κι' ἀπ' τοὺς
κακοὺς χειρότεροι. Διότι τῶν κακῶν δούλων εἶναι (γνώρισμα)



τὸ νὰ ἀθετοῦν τὴν [θεία] δεσποτεία καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ
τῆς κυριότητας [τοῦ Θεοῦ] καὶ νὰ θεωροῦν ὅμοιο μὲ αὐτοὺς
δοῦλο τὸ ἐλεύθερο [Πνεῦμα]. Ὅσοι ὅμως Τὸ πιστεύουν ὡς
Θεὸ εἶναι θεοφόρητοι καὶ φωτισμένοι στὸ νοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως
ποὺ καὶ Τὸ ὁμολογοῦν [ὡς Θεό], ἐάν μὲν τὸ κάνουν σὲ
ἀνθρώπους μὲ εὐσεβές φρόνημα, θεωροῦνται μεγάλοι• ἀλλ'
ἐὰν τὸ κάνουν σ' ὅσους ἔχουν φρόνημα χαμηλό, θεωροῦνται
ὄχι φρόνιμοι• διότι ἐμπιστεύονται τὸ μαργαριτάρι στὸν πηλὸ
[δηλ. τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως σ' ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν
διάθεση νὰ τὴν δεχθοῦν] καὶ σὲ ἀκοὴ ἀσθενικὴ ἦχο βροντῆς
καὶ σὲ ἀδύνατους ὀφθαλμοὺς ἠλιακὸ φῶς καὶ στερεὰ τροφὴ σ'
ἐκείνους ποὺ πίνουν ἀκόμα γάλα(5). Αυτοὺς πρέπει νὰ
κατευθύνει κανεὶς σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρός καὶ νὰ τοὺς
ἀνεβάζει πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ὥστε ἀπὸ τὸ φως νὰ ζητοῦν
[περισσότερο] φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια νὰ προσθέτουν
ἀλήθεια(6). Γι' αὐτὸ κι' ἐμεῖς ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὸν τελειότερο
λόγο (γιατὶ δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός) ἔτσι θὰ μιλήσουμε πρὸς
αὐτούς.
Ζ . Ἀνθρωποὶ μου, ἐὰν μὲν θεωρεῖτε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν
εἶναι οὔτε ἄκτιστο οὔτε ἄχρονο, αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐνέργεια
τοῦ πονηροῦ πνεύματος• ἐπιτρέψτε στὸ ζῆλο μου νὰ πῶ αὐτὸ
τὸ τολμηρό. Ἐάν ὅμως ἔχετε τόση τουλάχιστον ὑγεία [ψυχῆς],
ὥστε ν' ἀποφεύγετε τὴν φανερὴ ἀσέβεια καὶ θέτετε ἔξω ἀπ' τὴν
δουλεία Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ποὺ κι' ἐμᾶς κάνει ἐλευθέρους,
ἐξετᾶστε καὶ σεῖς στὴν συνέχεια μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ
μᾶς. Διότι δέχομαι ὅτι σὲ κάποιο βαθμὸ μετέχετε Αὐτοῦ καὶ
σεῖς, καὶ στὸ ἐξὴς θὰ συνεξετάσω μὲ σᾶς ὡς μὲ οικείους πλέον



[στην πίστη]. Ἤ παραχωρήστε μου τὸ μέσον μεταξὺ τῆς
δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας, γιὰ νὰ θέσω ἐκεῖ τὴν ἀξία τοῦ
Πνεύματος• ἢ εφ' ὅσον ἀποφεύγετε τὴν δουλεία δὲν εἶναι
άδηλο, ποῦ θὰ τοποθετήσετε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε. Ἀλλὰ
στενοχωρεῖσθε γιὰ τὶς συλλαβές καὶ σκοντάφτετε ἐπάνω στὸν
λόγο καὶ αὐτὸ [τὸ νὰ ὁνομάζει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό]
γίνεται γιὰ σᾶς «λῖθος προσκόμματος» καὶ «πέτρα
σκανδάλου», ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστός γίνεται γιὰ μερικούς(7)
.
Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἄς σταθοῦμε
κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο πνευματικά. Ας γίνουμε περισσότερο
φιλάδελφοι παρὰ φίλαυτοι. Αναγνωρίστε τὴν δύναμη τῆς
θεότητας κι'ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσουμε τὴν συγκατάθεση γιὰ τη
λέξη• ὁμολογεῖστε τὴν [θεία] φύση μὲ ἄλλες λέξεις, ποὺ
συμπαθεῖτε περισσότερο, κι'ἐμεῖς θὰ σᾶς γιατρέψουμε ὡς
ἀσθενεῖς• ἀφοῦ ὑποκλέψουμε μὲ τρόπο αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶναι
εὐχάριστα. Διότι εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ ἀρκετὰ παράλογο,
ἐνῶ εἶστε εὔρωστοι στὴν ψυχή, νὰ δείχνετε μια νοσηρὴ
μικρολογία γύρω ἀπ' τὶς λέξεις καὶ νὰ κρύβετε τὸν θησαυρὸ
[τῆς ἀλήθειας], ἀκριβῶς σὰν νὰ φθονεῖτε τοὺς ἄλλους ἢ νὰ
φοβᾶστε μήπως ἁγιάσετε καὶ τὴν γλώσσα σας [μὲ τὴν
ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Ἀκόμα δὲ πιὸ
ἄξιο ντροπῆς γιὰ μᾶς εἶναι νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ
κατηγοροῦμε, καὶ ἐνῶ καταδικάζουμε τὴν μικρολογία στοὺς
ἄλλους, νὰ μικρολογοῦμε ἐμεῖς γύρω ἀπ' τὰ γράμματα(8)
.
Η . Ομολογείστε, άνθρωποὶ μου, ὅτι μιας θεότητας εἶναι ἡ
Ἁγία Τριάς, ή, ἂν θέλετε, μιας φύσεως. Κι' ἐμεῖς θὰ ζητήσουμε
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ σᾶς καὶ τη λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω



καλὰ ὅτι Ἐκείνος ποὺ ἔδωσε τὸ πρώτο [την πίστη στὸ
ὁμοούσιο τοῦ Υἱού] θὰ δώσει καὶ τὸ δεύτερο [και τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος] καὶ μάλιστα, ὅταν τὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο
ἀντιλέγουμε εἶναι μία πνευματικὴ δειλία καὶ ὄχι διαβολικὴ
ἐναντίωση. Θα τὸ πῶ ἀκόμα πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ σύντομα.
Μήτε σεις ν' ἀποδώσετε σὲ μᾶς εὐθύνη γιὰ τὸν ὑψηλότερο
λόγο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (διότι δὲν ὑπάρχει κανένας φθόνος
τῶν άλλων μήπως ἀνέβουν), ούτ' ἐμεῖς θὰ σᾶς κατηγορήσουμε
γιὰ τὸν μέχρι τώρα δικὸ σας «προσιτό», εφ' ὅσον κι' ἀπὸ
διαφορετικὸ δρόμο οδηγεῖστε πρὸς τὸ ἵδιο [πνευματικό]
κατάλυμα. Διότι δὲν ζητοῦμε νὰ νικήσουμε, ἀλλὰ νὰ σᾶς
προσλάβουμε ὡς ἀδελφούς, ποὺ γιὰ τὸν χωρισμό σας ἀπὸ
μᾶς σπαραζόμαστε ἀπ' τη λύπη. Αὐτὰ [λέγουμε] πρὸς ἐσᾶς,
ποὺ ὑγιαίνετε ὡς πρὸς τὴν πίστη σας γιὰ τὸν Υἱό, ποῦ
βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωῆς [πνευματικής]•
αὐτῶν ποὺ ἂν καὶ θαυμάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωής, δὲν
ἐπαινοῦμε ἐξ ολοκλήρου τὸν λόγο. Σεις ποὺ ἔχετε τὰ ἔργα τοῦ
Πνεύματος, ἀποκτεῖστε καὶ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ μη «αθλήτε»
μόνο, ἀλλὰ καὶ «νομίμως», ἀπ' ὅπου καὶ ὁ στέφανος(9). Αὐτὸς ὁ
μισθός εύχομαι νὰ σᾶς δοθεῖ γιὰ τὴν πολιτεία σας, νὰ
ὁμολογήσετε δηλαδὴ τὴν πίστη σας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ
τρόπο τέλειο καὶ νὰ Τὸ κηρύξετε [ως θεὸ ἀληθινό] μαζὶ μὲ μᾶς
καὶ περισσότερο ἀπὸ μᾶς ὅσο εἶναι ἄξιο. Τολμῶ κάτι καὶ
μεγαλύτερο γιὰ σᾶς νὰ πῶ τὸν λόγο τοῦ Αποστόλου. Τόσο
πολὺ σᾶς ἀγαπῶ, καὶ τόσο πολὺ εὐλαβούμαι σὲ σᾶς αὐτὴ τὴν
κόσμια περιβολὴ καὶ τὸ χρῶμα τῆς εγκράτειας καὶ τὰ ιερὰ
αὐτὰ τάγματα καὶ τὴν σεμνὴ παρθενία καὶ τὸν αγνισμὸ καὶ



τὴν ολονύκτια ψαλμωδία καὶ τὴν φιλοπτωχία καὶ φιλαδελφία
καὶ φιλοξενία, ώστε καὶ ἀνάθεμα [χωρισμένος] ἀπὸ τὸν
Χριστὸ νὰ είμαι δέχομαι καὶ ο,τιδήποτε νὰ πάθω ὡς
καταδικασμένος• ἀρκεῖ νὰ θελήσετε νὰ σταθεῖτε μαζὶ μας καὶ
νὰ θελήσετε νὰ δοξάσουμε ἐνωμένοι τὴν Ἁγία Τριάδα(10). Διότι
γιὰ τοὺς ἄλλους [που δὲν ὁμολογοῦν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱού] τι
πρέπει νὰ ποῦμε, τοὺς φανερὰ πεθαμένους [στην ψυχή] (που
μόνο ὁ Χριστός ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς μπορεῖ ν'
ἀναστήσει σύμφωνα μὲ τη δύναμη ποὺ ἔχει), οἱ ὁποῖοι κακώς
διαχωρίζονται κατὰ τὸν τόπο, ἐνῶ συνδέονται μὲ τὸ λόγο, καὶ
τόσο πολὺ φιλονεικοῦν μεταξὺ τοὺς ὅσο οἱ ἀλλοίθωροι
οφθαλμοί, ποὺ βλέπουν ἕνα πράγμα καὶ δὲν συμφωνοῦν ὄχι
ὡς πρὸς τὴν όψη ἀλλ' ὡς πρὸς τὴν θέση. Αν βέβαια πρέπει νὰ
τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἀλλοιθωρισμό, καὶ ὄχι ὅμως γιὰ
τύφλωση. Αφοῦ ἀνέπτυξα ὅσο ἔπρεπε αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση
μὲ σᾶς, ἄς ἐπανέλθουμε πάλι πρὸς τὸ Πνεύμα• πιστεύω ὅτι καὶ
σεις τώρα θὰ παρακολουθήσετε.
Θ . Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπήρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ
ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλ' εἶναι πάντοτε
ἐνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι
δὲν θὰ άρμοζε ποτέ νὰ ελλείπει ὁ Υἱός ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ τὸ
Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ άδοξη
ἡ θεότητα, σαν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβώς νὰ ήλθε σὲ
συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια. [Το Ἅγιο Πνεύμα] λοιπόν
πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [με τὶς θείες ἐνέργειές
Του], δὲν μεταλαμβάνει• οδηγεῖ στὴν τελείωση [τους
ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται• παρέχει τὴν πνευματικὴ



πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως• ἁγιάζει, δὲν
ἁγιάζεται• κάνει [τους ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται αὐτὸ
πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἐνωμένο,
εἶναι πάντοτε τὸ ἵδιο καὶ ἀπαράλλακτο• ἀόρατο, άχρονο,
ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας,
ποσότητας καὶ μορφῆς, αψηλάφητο, κινούμενο ἀφ' Ἑαυτοῦ,
κινούμενο συνεχώς, ἔχοντας ἀφ' Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ'
Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἄν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη
ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενὴ
Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [εις τὸν Θεὸ Πατέρα]).
Εἶναι ζωὴ καὶ πρόξενος ζωής, τὸ φως καὶ χορηγεῖ φως, ἀφ'
Ἑαυτοῦ αγαθὸ καὶ πηγὴ αγαθότητας. Πνεῦμα εὐθές,
ηγεμονικό, κύριο [καλεῖ και] ἀποστέλλει [τοὺς ἄξιους, ὅπως ὁ
Πατήρ καὶ ὁ Υἱός], θέτει ὄρια [σὲ ὅλη τὴν κτίση] κάνει τοὺς
ἀνθρώπους ναοὺς οἴκους Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει,
διανέμει χαρίσματα. Εἶναι Πνεῦμα υἱοθεσίας [κάνει τοὺς
ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ], ἀληθείας, σοφίας, συνέσεως,
γνώσεως, εὐσέβειας, βουλῆς, δυνάμεως, φόβου [θείου], ὅσων
ἔχουν ἀπαριθμηθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζεται ὁ
Πατήρ καὶ δοξάζεται ὁ Υἱός, καὶ ἀπὸ Αὐτοὺς μόνο γνωρίζεται
Αὐτό, εἶναι δηλαδὴ τὰ τρία πρόσωπα Ἕν, μία εἶναι ἡ λατρεία
καὶ ἡ προσκύνηση [ποὺ προσφέρεται], μία ἡ δύναμη, ἡ
τελειότητα, ἕνας ὁ ἁγιασμός [ποὺ παρέχεται]. Καὶ γιατὶ νὰ
μακρολογῶ; Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτός ἀπὸ
τὴν αγεννησία. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, εἶναι τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐκτός ἀπὸ τὴν γέννηση. Αὐτὰ (τα ιδιώματα), ὅσο



βέβαια μπορῶ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ τὸν λόγο μου, δὲν ξεχωρίζουν
οὐσίες, αλλ' ορίζουν τὴν μία καὶ ἐνιαία οὐσία τῆς θεότητας.
Ι . Στενοχωρεῖσαι γιὰ τὶς ἀντιθέσεις (ποὺ χρησιμοποίησα);
Ἐγὼ ὅμως γιὰ τὸ μήκος τοῦ λόγου. Τίμησε λοιπόν τὴν
(σημερινή) ἡμέρα τοῦ Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τη
γλώσσα, ἂν γίνεται. Γιὰ ἄλλες γλώσσες γίνεται ὁ λόγος•
αὐτές εὐλαβήσου ἢ φοβήσου, πύρινες καθώς φαίνονται.
Σήμερα ἄς ὑψώσουμε μ' εὐλάβεια ὅλο μας τὸν νοῦ στὸ θεῖο
μυστήριο [τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], ἄς κάνουμε
αὔριο ἀνάλυση λέξεων σήμερα ἄς ἐορτάσουμε [μὲ κατάνυξη],
ἄς εἰπωθεῖ κάτι ἄξιο ντροπῆς [ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντες] αὔριο.
Αὐτὰ γίνονται μὲ τρόπο μυστικὸ [στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς
ἐνώπιον τοῦ Θεού], ἐκείνα γίνονται μὲ τρόπο πομπώδη
[ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων]• αὐτὰ γίνονται στὶς ἐκκλησίες,
ἐκεῖνα στὶς ἀγορές• αὐτὰ ἀρμόζουν σὲ ἀνθρώπους σώφρονες
καὶ νηφάλιους, ἐκείνα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν αὐτὰ εἶναι
ὅσων ἐνεργοῦν μὲ σοβαρότητα [ὅση ἀξίζει στὸ μεγάλο
μυστήριο], ἐκείνα ὅσων παίζουν κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ
λοιπόν ἀπαλλαγήκαμε ἀπ' ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο [τῆς εὐσεβείας],
ἄς καταρτίσουμε τὸ δικό μας [τὸ λόγο περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος].
ΙΑ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐνεργοῦσε πρὶν ἀπ' ὅλα στὶς
ἀγγελικές καὶ οὐράνιες δυνάμεις, σ' ὅσες εἶναι πρῶτες μετὰ τὸ
Θεὸ καὶ σ' ὅσες εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Διότι ἡ τελείωση καὶ ἡ
ἔλλαμψη σ' αὐτές καὶ ἡ δυσκινησία ἢ ἡ ἀκινησία τοὺς πρὸς τὸ
κακὸ δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Έπειτα [ενεργούσε] στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Προφήτες. Απ'



αὐτοὺς οἱ μὲν είχαν θέα τοῦ Θεοῦ ἢ Τον εγνώρισαν [με
ἀποκάλυψη], οἱ δὲ προγνώρισαν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὸ νὰ
σχηματίζει τὸ Πνεῦμα εικόνες στὸ νου τοὺς καὶ σαν νὰ ήσαν
παρόντες συναναστρεφόμενοι ὅσα ἐπρόκειτο νὰ
πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον. Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ
Πνεύματος. Έπειτα [ενεργούσε] στοὺς μαθητές τοῦ Χριστοῦ
(διότι δὲν λέγω γιὰ τὸ Χριστό, στὸν Οποῖο παρευρίσκετο [το
Ἅγιο Πνεῦμα] ὄχι ωσάν νὰ ἐνεργούσε, αλλ' ὡς
συμπαρευρισκόμενο σὲ ομότιμη σχέση [με Αὐτὸ])• καὶ σ'
αὐτοὺς κατὰ τρεις τρὅπους, στὸ μέτρο ποῦ μποροῦσαν νὰ Τὸ
δεχθούν, καὶ κατὰ τρεις καιρούς: πρὶν νὰ δοξασθεῖ ὁ Χριστός
μὲ τὸ πάθος Του• ἀφοῦ δοξάσθηκε μὲ τὴν Ανάσταση• καὶ μετὰ
τὴν Ἀνοδὸ Του στοὺς οὐρανοὺς ἢ τὴν ἀποκατάσταση, ἢ ὅπως
καὶ πρέπει νὰ τὴν ὁνομάσουμε, φανερώνει δὲ [τὴν ἐνέργεια
αὔτη] ἡ πρώτη θεραπεία καὶ κάθαρση ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ
πονηρὰ πνεύματα, ἡ οποία βέβαια δὲν γινόταν χωρίς τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα• καὶ τὸ εμφύσημα [τοῦ Κυρίου στὰ πρόσωπα τῶν
μαθητῶν Του] μετὰ τὴν τελείωση τῆς [ἐνσάρκου] οἰκονομίας,
ποῦ εἶναι φανερὰ προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• καὶ τώρα
ὁ διαμερισμός τῶν πύρινων γλωσσῶν, ποὺ πανηγυρίζουμε.
Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔγινε ἀμυδρά• τὸ δεύτερο, πιὸ φανερά• καὶ τὸ
[τρίτο] τώρα, τελειότερα ... Καὶ δὲν παρίσταται τώρα [τὸ Ἅγιο
Πνεύμα] κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ κατὰ τὴν
οὐσία, ἢ ὅπως ἀλλιώς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς, καὶ
μένοντας μαζί τους καὶ μέσα τους [στοὺς ἁγίους ἀποστόλους]
βοηθός καὶ παραστάτης στὸ ἔργο τους(11). Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ
ὁ Υἱός συνανεστράφη μὲ μᾶς σωματικά, καὶ Αὐτὸ νὰ



φανερωθεῖ σωματικά(12)• καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε πρὸς Ἑαυτὸν ὁ
Χριστός, Ἐκεῖνο νὰ κατέλθει πρὸς ἐμᾶς• καὶ ἔρχεται μὲν ὡς
Κύριο, «πέμπεται» [ἀποστέλλεται] δὲ ὄχι ὡς κατώτερο. Διότι οἱ
λέξεις αὐτές [ἔρχεται, πέμπεται] φανερώνουν ἐξ ἴσου τὴν
ἐνότητα καὶ ὁμοτιμία [τῶν προσώπων] παρὰ χωρίζουν τὶς
φύσεις.
ΙΒ. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸ Χριστὸ μὲν [κατέρχεται τὸ Ἅγιον
Πνεύμα] γιὰ νὰ μη μᾶς λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]•
«Ἄλλος» δέ, γιὰ νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ὁμοτιμία. Διότι τὸ
«ἄλλος» σημαίνει ἄλλος ἀκριβῶς ὅπως ἐγὼ γίνεται. Τοῦτο δὲ
σημαίνει κοινὴ δεσποτεία καὶ ὄχι ὑποτίμηση. Διότι ἐγὼ ξέρω
καλὰ ὅτι τὸ «ἄλλος» λέγεται ὄχι γιὰ διαφορετικὰ πράγματα,
ἀλλὰ τῆς ἰδίας οὐσίας. Μὲ μορφὴ γλωσσῶν δὲ [κατῆλθε τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα] ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας πρὸς τὸ Λόγο.
Πύρινων δέ, καὶ ἀναζητῶ γιὰ ποιὸ ἀπ' τὰ δύο: γιὰ τὴν
κάθαρση (διότι μιλοῦμε γιὰ πὺρ-φωτιὰ - ποὺ καθαρίζει, ὅπως
μποροῦν ἀπὸ παντοῦ νὰ μάθουν ὅσοι θέλουν) ἢ γιὰ τὴν οὐσία;
Διότι ὁ Θεός μας εἶναι πὺρ [κατὰ μίαν εἰκόνα τῆς ἀπροσίτου
θείας οὐσίας] καὶ «πὺρ καταναλίσκον» [φωτιὰ ποὺ κατακαίει
καὶ ἀφανίζει] τὴ μοχθηρία, [καὶ τὸ λέω] ἔστω κι' ἂν
αγανακτεῖς πάλι, διότι στενοχωρεῖσαι γιὰ τὸ ὁμοούσιο [ποὺ
ἀποδίδω στὸ Ἅγιον Πνεῦμα]. Καὶ εχωρίστηκαν [οἱ γλῶσσες]
διότι τὰ χαρίσματα [ποὺ ἐχορήγησε] ἦταν πολλὰ καὶ διάφορα•
ἐκάθισαν δέ, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία Του εἶναι βασιλική, καὶ ἐπειδὴ
ἀναπαύεται εἰς τοὺς ἁγίους• ἀφοῦ καὶ τὰ χερουβείμ εἶναι
θρόνος τοῦ Θεοῦ. Στο ὑπερώο δὲ (αν δὲν θεωρηθῶ ὅτι
καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο ἀπ' ὅ,τι πρέπει)



διότι θὰ ἀνέβαιναν καὶ θὰ ὑψώνονταν ἀπὸ χάμω (πνευματικά)
αὐτοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸ δεχθοῦν ἀφοῦ καὶ μὲ θεία ὕδατα
[Ἀγγελικές δυνάμεις] στεγάζονται οὐράνια ὑπερῶα [ὁ θρόνος
τοῦ Θεοῦ] καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός(13). Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης στὸ
ὑπερῶο συμμετέχει στὸ μυστήριο [τῆς Θείας Εὐχαριστίας] μὲ
αὐτοὺς ποὺ μυοῦνται στὰ ὑψηλότερα, γιὰ νὰ παρασταθεῖ αὐτό,
ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κατέβει λίγο πρὸς ἐσᾶς,
πρᾶγμα ποὺ ξέρω ὅτι ἔγινε παλαιότερα στὸν Μωυσή, ἀφ'
ἑτέρου δὲ πρέπει ἐμεῖς ν' ἀνέβουμε καὶ ἔτσι νὰ γίνει [δυνατή] ἡ
κοινωνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ν' ἀναμειχθεῖ
δηλαδὴ ἡ [ὑπερτελεία] ἀξία [τῆς θεότητας μὲ τὴν μηδαμινότητα
τῆς ἀνθρωπότητας]. Ἐφ' ὅσον ὅμως [τὸ θεῖο καὶ τὸ
ἀνθρώπινο] μένουν τὸ μὲν στὴν οἰκεία περιωπή, τὸ δὲ στὴν
ταπείνωση, παραμένει ἄμικτη ἡ ἀγαθότης [τοῦ Θεοῦ] καὶ ἡ
φιλανθρωπία Του ἀκοινώνητη [ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο]• καὶ
ὑπάρχει μεταξὺ των χᾶσμα μεγάλο καὶ ἀδιαπέραστο, ποὺ
εμποδίζει ὄχι μόνο τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς
ἐπιθυμητοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ [ὅλη] τὴν κτιστὴ καὶ
ρευστὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀμετάβλητη.
ΙΓ. Αὐτὸ [το Ἅγιο Πνεῦμα] κηρύχθηκε μὲν ἀπὸ τοὺς
προφήτες, ὅπως στὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ»• καί, θ'
ἀναπαυθοῦνε ἐπ' αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα• καὶ «κατέβηκε
Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁδήγησε αὐτούς»• καί, Πνεῦμα
ἐπιστήμης ποὺ ἑγέμισε τὸν Βεσελεήλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς
σκηνῆς• καί, Πνεῦμα ποὺ παροργίζεται καί, Πνεῦμα ποὺ
ἐσήκωσε ψηλὰ τὸν Ἠλία μέσα σὲ ἇρμα καὶ ποὺ ὁ Ἐλισσαῖος
ἐζήτησε διπλάσιο• καί, Πνεῦμα αγαθὸ καὶ ἡγεμονικὸ ἀπὸ τὸ



ὁποῖο ὁ Δαβίδ ὁδηγήθηκε καὶ στηρίχτηκε. Τὸ ὑποσχέθηκε δὲ
[ο Θεός], προηγουμένως μὲν μὲ τὸν προφήτη Ιωήλ: «Καὶ στὶς
ἔσχατες ημέρες [ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας] λέγοντας (ο Θεός
ὅτι θὰ συμβεῖ τοῦτο) θὰ ἐκχύσω χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
μου εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (ποὺ πιστεύουν δηλαδή) καὶ εἰς
τοὺς υἱοὺς σας καὶ εἰς τὰς θυγατέρας σας» καὶ τὰ ἐξὴς. Ὁ
Ἰησοῦς δὲ ὕστερα, ὁ Ὁποῖος δοξάζεται [ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]
καὶ ἀντιδοξάζει [Αὐτό], ὅπως καὶ τὸν Πατέρα καὶ [δοξάζεται]
ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἡ ὑπόσχεση [τοῦ Χριστοῦ], ὡς πλούσια,
βεβαιώνει ὅτι [το Ἅγιο Πνεῦμα] θὰ μένει μὲ τοὺς πιστοὺς
αἰώνια, δηλαδὴ τώρα μὲ τοὺς ἄξιους σὲ κάθε καιρό, ὕστερα δὲ
μ' ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται [νὰ κληρονομήσουν] τὰ ἐκεῖ
[ἀγαθά], ὅταν φυλάξουμε Αὐτὸ ολόκληρο μὲ τὴν [ἐνάρετη]
ζωὴ μας, καὶ δὲν χωρισθοῦμε [ἀπὸ Αὐτὸ] τόσο, ὅσο
ἁμαρτάνουμε.
ΙΔ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὴν
κτίση καὶ τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἄς σὲ πείσει τὸ «Με τὸ Λόγο τοῦ
Κυρίου ἔγιναν καὶ ἐστερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα
τοῦ στόματος Του ἐδημιουργήθηκε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν
ἀστέρων»• «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησε, ἡ πνοὴ δὲ
τοῦ Παντοκράτορας μὲ διδάσκει»• καὶ πάλι• «θα ἐξαποστείλεις
τὸ [ζωοποιό] Πνεῦμα Σου, καὶ θὰ κτισθοῦν
[ἀναδημιουργηθούν] καὶ [ἔτσι] θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο
τῆς γῆς». Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση• καὶ ἄς σὲ
πείσει τὸ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ἢ νὰ λάβει τὴν βασιλεία
[τῶν οὐρανῶν], ἂν δὲν «γεννηθεῖ ἄνωθεν» [ἀναγεννηθεῖ
πνευματικά] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ δὲν καθαρισθεῖ ἀπὸ



τὴν προηγούμενη [κατὰ σάρκα] γέννηση. Αὐτὴ [ἡ πνευματικὴ
ἀναγέννηση] ἡ ὁποία εἶναι μυστήριο ποὺ φανερώθηκε τὴ
νύκτα [ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ Νικόδημο] συντελεῖται μὲ τὴν
διάπλαση [τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ
κάνει τὸν πιστὸ κοινωνό] τοῦ θείου φωτός καί• τῆς θείας
ἡμέρας, τὴν οποία καθένας δέχεται μέσα του [καὶ μὲ τὴν δικὴ
του πνευματικὴ ἐργασία]. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα (διότι εἶναι σὲ
ἄπειρο βαθμὸ σοφὸ καὶ φιλάνθρωπο), ἂν λάβει ποιμένα
προβάτων τὸν κάνει θεόπνευστο ψαλμωδό, ποὺ μὲ τὴν
ψαλμωδία του ἀπομακρύνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ τὸν
ἀναδεικνύει βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἄν πάρει αἰγοβοσκὸ ποὺ
χαράζει συκομορέες, τὸν κάνει προφήτη. Θυμῆσου τὸν Δαβίδ
καὶ τὸν Ἀμώς. Ἄν πάρει νεανίσκο εὐφυή, τὸν κάνει κριτὴ
πρεσβυτέρων καὶ προχωρημένων στὴν ἡλικία. Αὐτὸ μαρτυρεῖ
ὁ Δανιήλ, ποὺ ἐνίκησε λέοντες μέσα στὸ λᾶκκο. Ἄν βρεῖ ἀλιείς,
τοὺς πιάνει μὲ τὴν σαγήνη [τῆς χάριτος] ὁδηγώντας τους στὸν
Χριστὸ καὶ τοὺς κάνει ἰκανοὺς νὰ συλλαμβάνουν ὅλον τὸν
κόσμο μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου. Νὰ ἐννοήσεις τὸν Πέτρο καὶ
τὸν Ἀνδρέα καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς [Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο],
ποὺ ἐβρόντησαν τὰ πνευματικά. Ἐάν [πάρει] τελῶνες, τοὺς
κερδίζει στὴ μαθητεία [τοῦ Χριστοῦ] καὶ δημιουργεῖ ἐμπόρους
ψυχῶν. Τὸ λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης καὶ σήμερα
εὐαγγελιστής. Ἐάν [πάρει] διώκτες θερμούς, μεταθέτει τὸν
ζῆλο τους καὶ κάνει Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τόσο πολὺ
[τοὺς ἀνυψώνει] πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅσο ἦταν στὴν κακία ποὺ
τοὺς βρῆκε. Αὐτὸ εἶναι καὶ Πνεῦμα πραότητας• καὶ ὁργίζεται
γι'αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Γι' αὐτὸ λοιπόν ἄς γνωρίσουμε



Αὐτὸ ὡς πρᾶο καὶ ὄχι ὁργιζόμενο, ὁμολογώντας τὴν ἀξία Του
[ὡς Θεοῦ] καὶ ἀποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, καὶ ἄς μὴ
θελήσουμε νὰ τὸ ἰδοῦμε νὰ ὁργίζεται γιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶναι
ἀσυγχώρητη [τὴν βλασφημία εἰς Αὐτὸ]. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα] κάνει κι' ἔμενα σήμερα τολμηρὸ κήρυκα σὲ σᾶς• ἐὰν
μὲν χωρίς νὰ πάθω τίποτε, ἡ χάρη, στὸν Θεό• ἐὰν δὲ πάθω,
καὶ πάλι χάρη• τὸ μὲν [πρῶτο], γιὰ νὰ λυπηθεῖ [ὁ Θεός]
αὐτοὺς ποῦ μᾶς μισοῦν τὸ δέ, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει, μὲ τὸ νὰ
πάρουμε τὸν μισθὸ αὐτὸ τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ νὰ
τελειωθοῦμε δηλαδὴ μὲ τὸ αἷμα μας(14)
.

ΙΕ. Μιλοῦσαν μὲν λοιπόν [οἱ Απόστολοι] ξένες γλώσσες καὶ
ὄχι τὶς πατρικές τους, καὶ τὸ θαῦμα εἶναι μεγάλο, νὰ μιλοῦν
ἄνθρωποι γλῶσσα ποὺ δὲν ἔμαθαν καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο
[θαῦμα] εἶναι γιὰ τοὺς ἀπίστους, ὄχι γι' αὐτοὺς ποὺ
πιστεύουν, γιὰ νὰ εἶναι κατήγορο τῶν ἀπίστων, ὅπως ἔχει
γραφτεῖ• «Ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ξένες γλώσσες καὶ
μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸ λαὸ αὐτόν, ἀλλ' οὔτε
μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος». Ἄκουγαν
δὲ [ὅσοι ἦσαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα]. Ἐδῶ σταμάτησε λίγο καὶ
διερωτήσου, πῶς θὰ διαιρέσεις τὸν λόγο. Διότι ἔχει κάτι τὸ
ἀμφίβολο ἡ λέξη [«ἤκουον»] τὸ ὁποῖο διαχωρίζεται μὲ τὴν
τελεία. Ἄρα, δηλαδή, ἄκουγαν ὁ καθένας στὴ δικὴ του
γλώσσα, φερ' εἰπεῖν σὰν νὰ ἠχεῖ δυνατὰ μία φωνή, καὶ ν'
ἀκούγονται πολλές, μὲ τὸ νὰ πάλλεται ἔτσι ὁ ἀέρας καὶ, γιὰ
νὰ τὸ πῶ σαφέστερα, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ φωνές; Ἤ
πρέπει νὰ σταματήσουμε στὸ «ἤκουον», τὸ δὲ «Λαλούντων»
στὶς δικές τοὺς γλώσσες νὰ τὸ προσθέσουμε στὰ ἐπόμενα, γιὰ



νὰ εἶναι: «Καθώς μιλοῦσαν γλώσσες», τὶς δικές των, αὐτῶν
ποὺ ἀκούγανε, ποὺ σημαίνει ξένες• πρὸς τοῦτο δὲ καὶ μᾶλλον
τάσσομαι. Διότι μὲ ἐκείνον μὲν τὸν τρόπο τὸ θαῦμα θὰ ἦταν
ἐκείνων ποὺ ἄκουγαν μᾶλλον παρὰ ἐκείνων ποὺ μιλούσαν. Μὲ
αὐτὸν δὲ τὸν τρόπο ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν οἱ ὁποῖοι καὶ
κατηγορήθηκαν γιὰ μέθη, εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ νὰ
θαυματουργοῦν αὐτοὶ ὡς πρὸς τὶς γλώσσες μὲ τὴν δύναμη τοῦ
Πνεύματος.
ΙΣΤ. Πλὴν εἶναι μὲν ἄξια νὰ ἐξυμνεῖται καὶ ἡ παλαιὰ
διαίρεση τῶν γλωσσῶν (ὅταν οικοδομοῦσαν τὸν πύργο
ἐκεῖνοι ποὺ συμφώνησαν κακώς καὶ αθέως, ὅπως καὶ ἀπὸ
τοὺς σημερινοὺς τολμοῦν μερικοί)• διότι μὲ τὸ νὰ διαλυθεῖ ἡ
ὁμογνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸ σχίσιμο (διαφορά) τῆς γλώσσας,
σταμάτησε τὸ εγχείρημα. Περισσότερο ὅμως πρέπει νὰ
ἐξυμνεῖται αύτη [ἡ διαίρεση] ποὺ θαυματουργεῖται σήμερα.
Διότι ἀφοῦ διαλύθηκε [ἡ γλώσσα] ἀπὸ τὸ ἕνα Πνεῦμα σὲ
πολλούς, συνάγεται πάλι σὲ μία ἀρμονία. Καὶ ὑπάρχει
διαφορὰ χαρισμάτων, [στὴν γλωσσολαλία] ποὺ χρειάζεται
ἄλλο χάρισμα γιὰ νὰ διακρίνεται τὸ περισσότερο ὡφέλιμο
[γιὰ τὴν σύναξη τῶν πιστῶν]• ἐπειδὴ ὅλες οἱ γλῶσσες εἶναι
ἐπαινετές. Καλὴ δὲ θὰ λεγόταν καὶ ἐκείνη, γιὰ τὴν οποία λέει ὁ
Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, καὶ καταμοίρασε τὶς γλῶσσες
τους». Γιατί; «Διότι ἀγάπησαν ὅλους τοὺς λόγους ποὺ
καταποντίζουν [τοὺς ἀνθρώπους] γλώσσα δόλια»• φανερὰ
σχεδόν κατηγορώντας αὐτές τὶς γλώσσες εδώ, ποὺ χωρίζουν
τὴν θεότητα [μὲ τὸ νὰ μὴ ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος]. Αὐτὰ λοιπόν καὶ ἀρκετά.



ΙΗ. Ἑμεῖς μὲν πρέπει νὰ ἀπολύσουμε τὴν σύναξη (διότι ἦταν
ἀρκετός ὁ λόγος), τὴν πανήγυρη ὅμως οὐδέποτε. Ἀλλ' εἶναι
ἀνάγκη νὰ εορτάσουμε, τώρα μὲν καὶ σωματικὰ
[συμμετέχοντας στα τελούμενα], ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο ἐντελώς
πνευματικὰ [σὲ ησυχία μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ νοερὰ
προσευχή]• ὅπου καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν [τῶν ὑμνωδῶν] θὰ
κατανοήσουμε καθαρότερα καὶ σαφέστερα, ἐνωμένοι μὲ Αὐτὸν
τὸ Λόγο καὶ Θεὸ καὶ Κύριο ημῶν Ιησοῦ Χριστό, τὴν αληθινὴ
εορτὴ καὶ αγαλλίαση τῶν σωζομένων μὲ τὸν Ὁποῖο ἡ δόξα
καὶ ἡ τιμὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ στοὺς
αἰώνες τῶν αἰώνων. Αμήν.
Σ Η ΜΕ ΙΩ ΣΕ ΙΣ
Σ η μ. Οἱ παρενθέσεις ( ) εἶναι τοῦ κριμένου οἱ ἀγκύλες [ ]
περιέχουν ἐπεξηγηματικές προσθῆκες.
1. Παρουσιάζει ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας
τοῦ περὶ τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο.
Κατὰ τὸν άγιο Πατέρα, μέσα στὴν ιστορία τῆς σωτηρίας, ἡ
θεία οικονομία ἐνεργεῖ σὲ τρία στάδια, τὰ οποία καὶ ὁνομάζει
«σεισμούς», «διαθήκας» καὶ «μεταθέσεις βίου». Τὸ πρῶτο εἶναι
ἡ παράδοση τοῦ Νόμου, ἡ περίοδος τῆς Παλαιάς Διαθήκης• τὸ
δεύτερο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ περίοδος τῆς Καινῆς
Διαθήκης• τὸ τρίτο εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁ καιρός τοῦ Πνεύματος. Τὸ δεύτερο καὶ
τὸ τρίτο στάδιο δὲν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οἱ
ἐνέργειες δὲ καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι κοινές. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ
Κυρίου ἐνώνεται μὲ τοὺς ἄξιους, καὶ «διὰ προσθηκῶν» ὁδηγεῖ



στὴν τελείωση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν διδασκαλία
τοῦ Γρηγορίου, περὶ σταδιακῆς καὶ οἰκονομικῆς φανερώσεως
τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐκήρυττε φανερὰ τὸν
Πατέρα, καὶ τὸν Υἱὸ ἀμυδρότερα (σκιωδῶς δὲ καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα). Ἡ Καινὴ ἐφανέρωσε τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε δὲ τὴν
θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ φανερώνεται τρανότερα
«εἰς ὕστερον», ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μετά.
2. Ἀναφέρεται στὴν καταπλήσσουσα ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ
Κυρίου ποὺ στὴν ἔνδοξο Ἀνάληψὴ Του συνανυψώνει καὶ τὴν
ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἔχει ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία φύση
Του εἰς τοὺς αἰώνες, ἐν δεξιὰ τοῦ Πατρός• Ἡ σημασία τῆς
ἐνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν
θέωση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται βέβαια σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ
Γρηγορίου.
3. Τὸ χρονικὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἡ Πεντηκοστή.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως
ἀναφέρει πιὸ κάτω ὁ θεῖος Πατήρ, ἀλλὰ δὲν εἶχε φανερωθεῖ
στὸν κόσμο ὡς θεία ὑπόσταση (Βλ. σημείωση 1).
4. Ὁ Ἅγιος θέτει ἐδῶ τὴν βάση τῆς θεολογίας ὡς
ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Ἡ θεολογία εἶναι φωτισμός καὶ
ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ προηγούμενη κάθαρση
τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχής. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
διδάσκει καὶ ἀποκαλύπτει στοὺς ἄξιους τὰ θεία μυστήρια,
τοὺς οδηγεῖ στὴ γνώση τῆς θείας αληθείας, ὅσον εἶναι
ἀναγκαίο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Αὑτοὶ εἶναι οἱ Πατέρες
καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνείδηση ὅτι
γίνονται όργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν



κόσμο ἡ «πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἅγιοι Πατέρες,
φωτιζόμενοι καὶ οδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
γνωρίζουν στοὺς πιστοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν
σωτηρία τους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θεολογήσει, ἂν δὲν «δώσει
λόγον» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ τοῦ
Θεοῦ χωρίς τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχει τὴν θαυμαστὴ
παρρησία νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ομιλεῖ εμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα. Πιὸ κάτω θὰ χρησιμοποιήσει τὸ ρῆμα «σκέπτομαι»
(μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα). (Πρβλ. τὴν λέξη «συνδιασκεψάμενοι» τοῦ
προσομοίου τῶν αίνων τῶν Ἁγίων Πατέρων).
5. Ποιοὺς ὑπονοεῖ ὁ θεῖος Πατήρ, ὅτι κρίνουν μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο τὸν ἵδιο καὶ ὅσους ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος; Πρέπει μᾶλλον νὰ νοήσουμε ἐκείνους ποὺ είχαν
εὐσεβές φρόνημα καὶ πίστευαν στὴν θεότητα καὶ τὸ ὁμοούσιον
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλὴν ὅμως δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη
τους φανερὰ γιὰ λόγους «οἰκονομίας».
6. Οἱ πνευματομάχοι διακρίνονταν σὲ διάφορες κατηγορίες.
Οἱ πιὸ ἀκραῖοι θεωροῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα. Οἱ πιὸ
ήπιοι εδίσταζαν νὰ ὁνομάσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεόν ἀπὸ
σεβασμὸ δήθεν πρὸς τὴν Γραφή, ποὺ δὲν τὸ ἀναφέρει ρητά.
Πρὸς αὐτοὺς κυρίως ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Ἅγιος μὲ μεγάλη
αγάπη καὶ συγκατάβαση, δείχνοντας τὸ ὕψος τῆς
«ποιμαντικῆς ἐπιστήμης» του.
7. οἱ Πνευματομάχοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ αἰρετικοί,
προσκολλῶνται στὶς λέξεις, στὸ γράμμα τῆς Γραφής, καὶ
χάνουν τὰ νοούμενα ἀπὸ τὶς λέξεις. Κρατοῦν τὰ «ὁνόματα», καὶ
ἀφήνουν τὰ «πράγματα». Καὶ κατηγοροῦν τοὺς ορθοδόξους



ὅτι εισάγουν «άγραφα», δηλ. λέξεις ποῦ δὲν ὑπάρχουν στὴν

Γραφή. Ὁ Γρηγόριος, μὲ τὴν διάκριση αὐτὴ (ονόματος-
πράγματος) καὶ μὲ τὴν παράθεση γραφικῶν χωρίων,

ἀποδεικνύει ὅτι ἡ αλήθεια πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ μέσα καὶ
πέρα ἀπὸ τὸ γράμμα τῶν Γραφῶν, μὲ πολὺ προσεκτικὴ καὶ
ἐπίπονο μελέτη καὶ θεῖο φωτισμό. Για παράδειγμα, ἡ αλήθεια
γιὰ τὴν θεία φύση καὶ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν
ἀναφέρεται μὲ αὐτές τὶς λέξεις, ἀλλὰ εἶναι «λίαν ἔγγραφος»
(κατ' ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ «άγραφον»), μαρτυρεῖται δηλαδή,
ἀπὸ τὴν Γραφή.
8. Βλέπουμε ἐδῶ τὸν ζέοντα πόθο τοῦ Ἁγίου νὰ αλιεύσει τοὺς
ἀσθενοῦντες στὴν πίστη στὴν ορθοδοξία μὲ μία διακριτικότατη
παραχώρηση, ώστε νὰ όδηγηθοῦν σταδιακὰ στὴν ὁμολογία
τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδὴ νὰ
ὁμολογήσουν τὴν θεία φύση τοῦ Πνεύματος μὲ ἄλλες λέξεις,
καὶ θὰ παρακαλέσει τὸ Πνεῦμα νὰ τοὺς δώσει καὶ τὴν λέξη
Θεός. Ὁ ἵδιος δηλαδή, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς αἰρετικούς, δὲν
προσκολλᾶται καθόλου στὶς λέξεις καὶ τὰ γράμματα.
9. Απ' ὅσα ἀναφέρει ἐδῶ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὁ θεῖος Γρηγόριος,
συμπεραίνεται ὅτι οἱ πνευματομάχοι ἢ ἔστω μια μερίδα τους,
διακρίνονταν ὡς ιδιαίτερη κοινότητα. Έδειχναν δὲ θαυμαστὸ
ζῆλο εὐσέβειας καὶ ξεχώριζαν ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ
εμφάνιση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ήθος. Ὅλα αὐτὰ, καὶ τὴν
ορθὴ πίστη στὸν Υἱό, ἐπαινεῖ ὁ ἱερὸς Πατήρ γιὰ νὰ τοὺς
οδηγήσει πρὸς τὴν τελεία ἐνότητα τῆς πίστεως.
10. Μεγαλειώδης φανέρωση τῆς θείας αγάπης ἡ οποία
κατέφλεγε τὴν καρδία τοῦ Μεγάλου Πατρός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες



μὲ ὅση δύναμη καὶ ἱερὸ πάθος εμάχοντο ὑπέρ τῆς αληθείας τῆς
πίστεως, μὲ τόση σπλαχνικὴ στοργὴ εφέροντο πρὸς τοὺς
πλανωμένους γιὰ νὰ τοὺς ἐπαναφέρουν μέσα στὴν μάνδρα τῆς
Ἐκκλησίας.
11. Στην Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατὰ τὸν πρώτο καιρὸ τῆς
κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τῶν Μαθητῶν, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ἐνεργοῦσε «αμυδρά», μετὰ δὲ τὴν Ανάσταση τοῦ Κυρίου
«εκτυπώτερα» κατὰ τὴν δεκτικότητα τῶν ἁγίων Αποστόλων.
Κατὰ τὴν ημέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅμως καὶ μετὰ «τελειώτερα».
Τότε φανερωνόταν «κατὰ τὴν ἐνέργεια», τώρα όμως, «κατὰ τὴν
οὐσία». Ἡ λέξη «ουσιωδώς» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς
Πατέρες μὲ τὴν σημασία τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τοῦ πληρώματος τῆς χάριτός Του, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν
ἐνέργεια ἑνὸς μόνον ἢ περισσοτέρων χαρισμάτων Αὐτοῦ. Κατὰ
τὸν ἵδιο άρρητο τρόπο ποὺ ἐνοικεῖ ὁ Πατήρ καὶ ὁ Υἱός. Δὲν
πρέπει βέβαια νὰ νοήσουμε καμμία ἀναφορὰ στὴ θεία οὐσία ἡ
οποία εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ κάθε κτιστὴ φύση.
12. Θέλοντας ὁ θεῖος Γρηγόριος νὰ τονίσει τὸ ὁμοούσιο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸν Υἱό, συνδέει συχνὰ διάφορα
γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴν φανέρωση τῶν δύο
Προσώπων στὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὴν
σωματικὴ παρουσία τοῦ Υἱοῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «σωματική»
ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν κάθοδὸ
Του κατὰ τὴν Βάπτιση ὡς περιστερᾶς καὶ κατὰ τὴν
Πεντηκοστήν ἐν εἴδει πύρινων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες δείχνουν
ἐπίσης καὶ τὴν «συγγένεια πρὸς τὸν Λόγο».



13. Ἀλληγορικὴ ερμηνεία τοῦ «ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα
Αὐτοῦ» (Ψαλμ. 103,3). Κατ' αὐτήν, θεία ὕδατα σημαίνουν
ἀγγελικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι θρόνος δόξης τῆς θείας
μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεόν.
14. Τὴν νύκτα τοῦ Πᾶσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁ θεῖος Γρηγόριος
εἶχε τραυματισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωθέντες ἀρειανούς, ποὺ
όρμησαν μὲ μανία ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.
Αἰσθάνεται ὅτι καὶ πάλι μπορεῖ νὰ κινδυνεύσει, ἂν καὶ ἴσως
ὄχι ἀπὸ τοὺς πνευματομάχους.

Ἁπό: Στυλ. Γ. Παπαδὅπουλος (επιμ.),
Μιλάει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία,
Ἀθήνα 1991

Λόγος Αγίου Λουκά Κριμαίας εις την Κοίμηση της Υπεραγίας
Θεοτόκου
Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας
και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το
ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία
Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό. Μας το αποκαλύπτουν επίσης
το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της
Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι
που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.

Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας
Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας
απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της



Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο
πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους
ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο
δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους
και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και
την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται
αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.

Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού
Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία
είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν
αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω
πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά
μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).

Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να
σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο
λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο
οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην
αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν
ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.

Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς
Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη
παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης
αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας
δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28). Δικαστές και κατήγοροι
θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του



Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να
δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο
Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο
Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον
Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι
δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί
κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη
πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του
Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ'
αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους
ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί
βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο
Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου
τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν
ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).

Ή Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος
και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα
της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε
από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν
θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη
Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την
αιώνια ζωή.

Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα
προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να
πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη
του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς



λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και
προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν
ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας
αειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό,
ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του
μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο
κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με
το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο
τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος
προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο
διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας
ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο
όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του
τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός
στους ουρανούς.

Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του
μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη
δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι
άγνωστος.

Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση
της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον
μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις



κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν»
(Ίωάν. 5, 24). Να μάς αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι
αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, φ η δόξα και το κράτος συν τω
ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους
αιώνας. Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΜΟΣ Γ'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"






ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ
ΜΗΝΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ – ΙΟΥΛΙΟΥ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021

• Πέμπτη 10 Ιουνίου Εορτή Αναλήψεως του Κυρίου.
• Δευτέρα 21 Ιουνίου Εορτή του Αγίου Πνεύματος.
• Πέμπτη 24 Ιουνίου Εορτή Γενέθλιου Τιμίου Προδρόμου
• Τρίτη 29 Ιουνίου Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
• Τετάρτη 30 Ιουνίου Αγίων Δώδεκα Αποστόλων
• Κάθε Σάββατο του μηνός.
• Την Πέμπτη 17 Ιουνίου στις 6.00 το απόγευμα θα τελεστεί το
μυστήριο του Ι. Ευχελαίου.
• Την Παρασκευή 18 Ιουνίου στις 6.00 το απόγευμα θα τελεστεί η
ακολουθία του εσπερινού και στην συνέχεια θα ψαλλει το Τρισάγιο
υπέρ των κεκοιμημένων, και την επομένη 7.00-9.00 θα τελεστεί ο
Όρθρος και η Θ. Λειτουργία και στη συνέχεια θα ψαλλει το τρισάγιο
υπέρ των κεκοιμημένων.
• Πέμπτη 1 Ιουλίου Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού.
• Τετάρτη 7 Ιουλίου Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
• Πέμπτη 8 Ιουλίου Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.
• Τρίτη 13 Ιουλίου Εορτή θαύματος Αγίου Σπυρίδωνος της θεραπείας
του εξ εωας τυφλου.
• Τρίτη 20 Ιουλίου Αγίου Προφήτου Ηλίου.
• Δευτέρα 26 Ιουλίου Αγίας Παρθενομαρτυρος Παρασκευής.
• Τρίτη 27 Ιουλίου Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού.
• Παρασκευή 6 Αυγούστου Εορτή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.



• Τετάρτη 11 Αυγούστου Εορτή θαύματος Αγίου Σπυρίδωνος της
εκδιώξεως των Αγαρηνών εκ της Κέρκυρας.
• Δευτέρα 16 Αυγούστου Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία.
• Δευτέρα 23 Αυγούστου Εννιάμερα της Παναγίας. Παρασκευή 26
Αυγούστου Αγίου Φανουρίου του νεοφανούς.
• Όλα τα Σάββατα και τις Κυριακές των μηνών.
• Από 1 -13 Αυγούστου θα τελούνται οι ιερές Παρακλήσεις προς
την Υπεραγία Θεοτόκο. Στις 6.00 θα ξεκινά ο εσπερινός και εν
συνεχεία θα ψάλλεται η Ιερά Παράκληση.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

 

«Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ»
«Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ»

Ανθρωπε! Αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως η σωματική τροφή και το ποτό είναι ικανά να θρέψουν και να ξεδιψάσουν την ψυχή σου, θα βρεθείς στο επίπεδο όπου βρίσκονται τα οικόσιτα ζώα και τα άγρια κτήνη. Αν κατόρθωσες να ξεπεράσεις το επίπεδο αυτό κι ελπίζεις πως η ψυχή σου μπορεί να τραφεί και ν' αναζωογονηθεί από την ανθρώπινη σοφία και το εγκόσμιο κάλλος, τότε θα βρεθείς στο επίπεδο εκείνων που έχουν αποκτήσει ημι-εμπειρία, ημι-ανάπτυξη. Η πρώτη σκέψη είναι ανόητη, η δεύτερη (η ελπίδα) είναι στείρα. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο ακούς τα βογγητά και τις κραυγές του διψασμένου κόσμου και νομίζεις πως είναι τρα­γούδια κι ευωχίες, μια προσπάθεια να ξεδιψάσει κανείς με τη δίψα των άλλων. Αν ξεπέρασες το επίπεδο αυτό κι ένιωσες μια ανέκφραστη δίψα, που καμιά πηγή στον κόσμο δε θα μπορούσε να τη σβήσει - που δε θα μπορούσε ούτε κι ολόκληρος ωκεανός να τη σβήσει - τότε έχεις αποκτήσει πραγματική εμπειρία, είσαι άνθρωπος αληθινός. Μόνο όταν βρεθείς στο επίπεδο αυτό της ακόρεστης πνευματικής δίψας, της δίψας εκείνης που ένιωσε κι ο Δαβίδ, θα κατανοήσεις με πληρότητα το σημερινό ευαγγέλιο.

«Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας την λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ια­κώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού» (Ιωάν. δ’, 5). Η περιοχή ολόκληρη από την Ιουδαία μέχρι τη Γαλιλαία ονομάζεται Σαμάρεια. Το όνομά της το έλαβε από το βουνό Σαμάρεια. Ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τη Γαλιλαία εξακολουθεί να περνάει από τη Συχάρ (τη σημερινή Ασκάρ). Εκεί είναι ένα κομμάτι γης που το είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους γιους του Εμώρ κι έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο, που το ονόμασε «Θεός του Ισραήλ» (Γεν. λγ’, 19-20). Αργότερα ο Ιακώβ δώρησε τη γη αυτή στο γιο του Ιωσήφ.

«Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ, ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή·ώρα ην ωσεί έκτη» (Ιωάν. δ’, 6). Η πηγή αυτή είχε το όνομα του Ιακώβ είτε επειδή ο προπάτοράς μας Ιακώβ είχε κατοικήσει κοντά στο πηγάδι αυτό μαζί με τα κοπάδια του είτε επειδή το πηγάδι αυτό το έφτιαξε ο ίδιος. Κουρασμένος από τον απόκρημνο και ανηφορικό δρόμο από την Ιερουσαλήμ ως εκεί, ο Κύριος κάθησε δίπλα στο πηγάδι για να ξεκουραστεί. Η έκτη ώρα, όπως τη μετρούσαν στην Ανατολή, ήταν η μεσημβρία. Ο Κύριος έφτασε εκεί την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε κι η ζέστη ήταν μεγάλη. Ήταν κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας που έκανε για τη σωτηρία μας, όπως κεκοπιακώς ήταν κι αργότερα, όταν ανέβαινε στο σταυρό αιμόφυρτος και πονεμένος. Γιατί δεν ταξίδεψε νύχτα, που είχε και δροσιά; Οι νύχτες για τον Κύριο ήταν αφιερωμένες στην προσευχή. Κι αν υποθέσουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση πως θα ταξίδευε νύχτα, το ευαγγέλιο θα ήταν φτωχότερο κατά ένα μοναδικό γεγονός κι από μια πολύ διδακτική και σωστική αποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, με τα πόδια, στους ανηφορικούς κι απότομους δρόμους και με μεγάλη ζέστη, κουρασμένος και διψασμένος, γιατί βιαζόταν να εκμεταλλευτεί κάθε στιγμή του επίγειου βίου Του, μέρα και νύχτα, για τη σωτηρία μας.

«Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δός μοι πιείν» (Ιωάν. δ’, 7). Ο ευαγγελιστής τονίζει πως η γυναίκα ήταν Σαμαρείτιδα, επειδή οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν τους Σαμαρείτες ως ειδωλολάτρες. Δός μοι πιείν, της είπε ο Κύριος. Ήταν κουρασμένος και διψασμένος, σημάδι πως το σώμα Του ήταν αληθινά ανθρώπινο σώμα κι όχι ομοίωμα, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αιρετικοί. Όπως το σώμα Του δάκρυζε για τους ανθρώπους, όπως υπόφερε από τους πόνους Του στο σταυρό, έτσι είχε και την αίσθηση της πείνας και της δίψας. Αν το ήθελε, θα μπορούσε βέβαια να ξεπεράσει την ανάγκη αυτή, ν' απαλλαγεί απ' αυτήν. Θα μπορούσε με τη θεϊκή Του δύναμη να την αναστείλει για κάποιο διάστημα ή και να την καταργήσει εντελώς. Πώς όμως έτσι θά ‘δειχνε ότι ήταν αληθινός άνθρωπος; Πώς θα μπορούσε «κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» (Εβρ. Β’, 17), πώς θα τους ονόμαζε αδελφούς Του; Πώς θα μπορούσε να μας διδάξει την υπομονή και την καρτερία στις θλίψεις, αν ο ίδιος δεν είχε υποφέρει και δεν είχε υπομείνει τις θλίψεις και τους πειρασμούς; Και τελευταίο, θα μπορούσε η τελική νίκη Του νά ‘χει τη λαμπρότητα που μας δυναμώνει και μας φωτίζει στις δυσκολίες της ζωής μας, αν ο ίδιος δεν τα είχε υπομείνει πρώτος όλα και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό; Θα ρωτήσει κανείς: «Πώς γίνεται Εκείνος πο υ μπορούσε να πολλαπλασιάσει τους άρτους και να περπατάει στο νερό, όπως σε στέρεο έδαφος, να μην μπο­ρεί μετά από ένα τόσο κοπιαστικό και μακρύ ταξίδι, μ' ένα Του λόγο (ή και με μια Του σκέψη) ν' ανοίξει ξαφνικά μια πηγή με νερό στο βράχο ή στην άμμο και να σβήσει τη δίψα του;»

Σίγουρα αυτό ανήκει στη δύναμή Του. Το έκανε ο Μωυσής αυτό στην έρημο. Το έκαναν και πολλοί άγιοι στό όνομά Του, από τότε που υπάρχει η Εκκλησία μας. Πώς λοιπόν δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος; Μπορούσε, μα δεν ήθελε. Ποτέ Του δεν έκανε ούτε ένα μοναδικό θαύμα μόνο για το δικό Του καλό, για να ταΐσει, να ποτίσει ή να ντύσει τον εαυτό Του. Όλα τα θαύμα­τα τα έκανε για τους άλλους. Δέν υπάρχει σκιά ιδιοτέλειας στη ζωή Του. Ακόμα κι όταν μικρό παιδί έφυγε για ν' αποφύγει το ξίφος του Ηρώδη, δεν το έκανε για τον εαυτό Του, αλλά για χάρη των ανθρώπων. Η ώρα Του δεν είχε φτάσει ακόμα. Όταν όμως ολοκλήρωσε το έργο Του ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν προσπάθησε ν' αποφύγει το θάνατο, δεν έφυγε. Αντίθετα, πήγε να τον συναντήσει. Όλα τα λόγια του Χριστού, κάθε συ­μπεριφορά Του και κάθε έργο που έκανε σ' όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, τα πάντα καθοδηγούνταν από την απεριόριστη αγάπη Του για τους ανθρώπους, καθώς κι από την απεριόριστη σοφία Του.

Δός μοι πιείν. Ο Δημιουργός το ζητάει αυτό από το πλάσμα Του. Τα λόγια αυτά αντηχούν εδώ και δυό χιλιάδες χρόνια. Τα λόγια αυτά δεν τα είπε μόνο στη Σαμαρείτιδα. Απευθύνονται σ' όλες τις γενιές των ανθρώπων, ως τη συντέλεια του κόσμου.
Δός μοι πιείν, λέει σήμερα ο Χριστός στον καθένα μας. Ο Δημιουργός του νερού, Εκείνος που παρέχει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις πηγές, δεν το λέει αυτό επειδή διψάει για νερό. Διψάει για την αγαθή μας θέληση, για την αγάπη μας. Όταν του δίνουμε κάτι, δεν είναι από το δικό μας, αλλ' από το δικό Του. Κάθε ποτήρι νερό που έχουμε στη γη δικό Του είναι, Εκείνος το δημιούργησε. Για κάθε ποτήρι ψυχρού ύδατος που δίνουμε στους αδελφούς Του τους ελαχίστους, έχει πληρώσει με το τίμιο αίμα Του. Με την ανεξάντλητη κι αμίμητη ταπείνωσή Του όμως δε ζητάει από τη Σαμαρείτιδα ως Δημιουργός από το πλάσμα Του, αλλ' ώς άνθρωπος από άνθρωπο. Μας δείχνει έτσι την ταπείνωσή Του και φανερώνει την περιορισμένη και ενδεή ανθρώπινη φύση Του. Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ζητήσει κάτι από κάποιον άλλον, όπως έχει και το καθήκον να εξυπηρετήσει και να ελεήσει τον άλλον.

«Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ’, 8). Ο Κύριος δεν ήταν μόνο κουρασμένος και διψασμένος, αλλά πεινούσε κιόλας, όπως κι οι μαθητές Του. Είναι κι αυτή μια ακόμα απόδειξη πως ήταν αληθινός άνθρωπος και πως δεν έκανε θαύματα στις περιπτώσεις που η θαυματουργία δε λειτουργούσε για το γενικότερο καλό, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ευαγγελιστής αναφέρει την απουσία των μαθητών, ώστε να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Κύριος ζήτησε νερό από τη γυναίκα. Αν οι μαθητές ήταν εκεί θα είχαν βγάλει εκείνοι νερό, οπότε η γυναίκα δε χρειαζόταν ν' αναφερθεί. Σε κάθε περίπτωση η θεία πρόνοια ήθελε να δημιουργήσει την ευκαιρία για τη δική μας διδαχή, ώστε όταν κι εμείς συναντάμε τον εχθρό μας στην ανάγκη του, να τον βοηθάμε. Κι όταν το έθνος μας βρίσκεται σε έχθρα με τους γειτονικούς λαούς, εμείς σαν άνθρωποι να μην τολμάμε να επεκτείνουμε την έχθρα σε κάθε άνθρωπο του έθνους αυτού. Όταν μας δοθεί η ευκαιρία, είναι καθήκον μας να βοηθάμε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη, χωρίς να προσέχουμε αν ανήκει στο δικό μας έθνος ή όχι.

«Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· πώς συ Ιουδαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ’, 9). Η γυναίκα είχε την άποψη που είχαν όλοι στην εποχή της, πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να μισεί μόνο ένα εχθρικό έθνος, αλλά και κάθε άνθρωπο που ανήκει στο έθνος αυτό. Στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ο Κύριος επισήμανε την έχθρα και το μίσος που ένιωθαν οι Ιουδαίοι για τους Σαμαρείτες. Και το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί κι οι Σαμαρείτες ένιωθαν το ίδιο μίσος για τους Ιουδαίους. Για να σπάσει το φράγμα του μίσους ανάμεσα στα έθνη, πρέπει πρώτα να σπάσει κανείς το φράγμα που δημιουργεί το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μοναδικός λογικός τρόπος για να θεραπεύσει κανείς το ανθρώπινο γένος από τη μεγάλη αρρώστια του αμοιβαίου μίσους.

«Απεκρίθη Iησούς και είπεν αυτή· ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιω­άν. δ’, 10). Η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοηθεί τόσο με την υλική όσο και με την πνευματική έννοια. Από την υλική άποψη η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοήσουμε πως αναφέρεται σ' όλα όσα ο Θεός με την αγαθότητά Του δημιούργησε και έδωσε για χρήση και βοήθεια στον άνθρωπο. Αν εσύ, γυναίκα, γνώριζες πως το νερό αυτό δεν ανήκει ούτε στους Σαμαρείτες ούτε στους Ιουδαίους, αλλ' είναι του Θεού· αν γνώριζες πως όταν ο Θεός δημιούργησε το νερό αυτό δεν έβαλε πινακίδες που να λένε πως «αυτό είναι για τους Σαμαρείτες» ή «για τους Ιουδαίους», αλλά «για τους ανθρώπους», τότε θα έβγαζες το νερό αυτό με δέος, αφού είναι δώρο Θεού, και θα το έδινες στο διψασμένο άνθρωπο να πιει με ακόμα μεγαλύτερο δέος, αφού το προσφέρεις στο πλάσμα του Θεού. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος είναι δώρο Θε­ού στον κόσμο.

Από πνευματική άποψη τώρα, η δωρεά του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος. Παραδίνοντας ολόκληρο τον ορατό κόσμο στον άνθρωπο από την αγάπη Του, ο Θεός του δίνει τον ίδιο Του τον εαυτό. Αν εσύ, γυναίκα, γνώριζες τι πολύτιμο δώρο έστειλε ο Θεός στους Ιουδαίους και στους Σαμαρείτες, καθώς και σ' όλους τους άλλους λαούς χωρίς εξαίρεση, η ψυχή σου θα έτρεμε. Θα έκλαιγες από χαρά, θα έμενες άφωνη από θαυμασμό, δε θα τολμούσες να σκέφτεσαι καν για αμοιβαία έχθρα και για μίσος ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες.

Να ξέρεις πως αν επρόκειτο να σου αποκαλυφτούν όλα τα μυστήρια Εκείνου που τώρα μιλάει μαζί σου, Αυτού που κρίνοντας από την εξωτερική Του εμφάνιση τον λογαριάζεις για κάποιον συνηθισμένο άνθρωπο, που από τα ρούχα που φοράει κι από τον τρόπο που μιλάει τον θεωρείς Ιουδαίο, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. Με το ύδωρ ζων εννοεί ο Κύριος την φωτιστική και ζείδωρη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε στους πιστούς. «Ο πιστεύων εις εμέ... ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. ζ’, 38-39). Η γυναίκα όμως δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όλ’ αυτά και γι’ αυτό συνέχισε να ρωτάει:

«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού;» (Ιωάν. δ’, 13, 14). Δούλους δεν έχεις, δοχείο δεν έχεις, το πηγάδι είναι βαθύ. Πώς λοιπόν θ' αντλήσεις το δροσερό και ζωογόνο νερό; Η γυναίκα έβλεπε τον Κύριο κάτω από το κάλυμμα της ανθρώπινης σάρκας, τον λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, έναν αβοήθητο άνθρωπο. Ύδωρ ζων, και τότε και τώρα, ονομάζεται το νερό που βγαίνει από πηγή, σε αντίθεση με το νερό που αντλούμε από πηγάδια και στέρνες.

Υπάρχει όμως και πηγαδίσιο νερό που ονομάζεται δροσερό, ζων ύδωρ, όταν το πηγάδι αυτό τροφοδοτείται από πηγή. Η πηγή βρίσκεται στον πυθμένα του πηγαδιού, απ' όπου ρέει το νερό και το γεμίζει. Σε κάποια στιγμή όμως της έρχεται μια δεύτερη σκέψη και βιάζεται να την εξωτερικεύσει: μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ; Σα νά 'θελε να πει: Μήπως μπορείς εσύ να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή νερού, δίπλα στην πρώτη; Ο πατέρας μας Ιακώβ δε δημιούργησε την πηγή, αλλ' απλά την έχτισε και την περιόρισε. Αν εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή, να φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αυτό θα ήταν ύδωρ ζων, και τότε βέβαια θα ήσουν μείζων του πατέρα μας Ιακώβ. Είσαι ανώτερος από εκείνον; Το πηγάδι αυτό του Ιακώβ έχει τόσο άφθονο νερό, ώστε απ' αυτό ήπιε ο ίδιος, ήπιαν τα παιδιά του, τα ζωντανά του κι όλοι εμείς που ζούμε εδώ κοντά, καθώς κι οι ταξιδιώτες που περνούν απ' εδώ, κι οι επισκέπτες. Κι αυτό γίνεται αιώνες τώρα και το νερό στο πηγάδι δε στερεύει. Μήπως εσύ μπορείς να κάνεις κάτι καλλίτερο κι ανώτερο απ' αυτό;

Τα λόγια αυτά της Σαμαρείτιδας από τη μια φανερώνουν την υπερηφάνεια της για τον πατέρα τους Ιακώβ. Από την άλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο από αμφιβολία, κάτι σαν ειρωνεία στον Κύριο Ιησού. Δεν ήταν τόσο αγενής και δημόσια η ειρωνεία όσο εκείνη που έγινε κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όταν οι άνθρωποι που άκουσαν τον Κύριο να τους λέει πως κοιμάται το κορίτσι τον περιγελούσαν (κατεγέλων αυτού), ήταν όμως μια έμμεση και κρυφή ειρωνεία. Ο Κύριος όμως που σκοπό Του είχε να τραβήξει τους ανθρώπους από τη λάσπη της αμαρτίας, ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί εμπαιγμούς και ειρωνείες τόσο από ανθρώπους όσο κι από δαίμονες. Γι' αυτό και δε μέμφεται τη γυναίκα γι' αυτήν την αιχμηρή ειρωνεία, αλλά προχωρεί με στόχο τη σωτηρία της ψυχής της:
«Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή·
πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήση πάλιν· ος δ' άν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 13, 14). Ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα με τον τρόπο που θά 'θελε εκείνη. Δε θα της πει πόσο ανώτερος είναι από τον Ιακώβ. Εκείνος βλέπει την αιτία της παρανόησης ανάμεσα στον ίδιο και στη γυναίκα, η γυναίκα όμως δεν τη βλέπει. Η παρανόηση προέρχεται από το γεγονός ότι Αυτός της μιλάει για το πνευματικό νερό, το ζωογόνο. Η γυναίκα όμως είναι μαθημένη να σκέφτεται με τη γήινη αντίληψη, εκείνη που νιώθουν κι οι αισθήσεις. Εκείνη κατανοεί το νερό που μπορεί να δει, που δημιούργησε ο Θεός για να ξεδιψάει πρόσκαιρα τη φυσική δίψα. Το ζων ύδωρ για το οποίο μιλάει ο Κύριος είναι η ζωοποιός θεία χάρη που αναζωογονεί και ξεδιψάει την ψυχή, που την οδηγεί στην αιώνια ζωή, ενώ ακόμα βρίσκεται στην παρούσα. Όταν η ζωοποιός αυτή χάρη εισέρχεται στον άνθρωπο, ανοίγει μέσα του μια ανεξάντλητη πηγή ζωής, χαράς και δύναμης.

«Λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψήσω μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (Ιωάν. δ', 15). Η γυναίκα βρίσκεται ακόμα εγκλωβισμένη στη δική της αντίληψη, σκέφτεται ακόμα το επίγειο νερό. Στην καλλίτερη περίπτωση θά 'παιρνε τον Κύριο για κάποιον μάγο, ικανό να κάνει ένα θαύμα με απάτη. Για να εξουδετερώσει λοιπόν την ανθρώπινη αυτή αντίληψη της γυναίκας ο Κύριος, γυρίζει ξαφνικά τη συζήτηση σε άλλο θέμα.

«Λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθώς είρηκας» (Ιω­άν. δ’ 16-18). Της το είπε αυτό για να την μάθει να σκέφτεται πνευματικά, όχι σαρκικά. Ο Κύριος δεν το λογαριάζει συνετό να κάνει κάποιο θαύμα μπροστά της, μα να δείξει πως ο ίδιος είναι προφήτης. Ξέρει πως αυτό θα έχει το ίδιο δυνατό αποτέλεσμα με τη θαυματουργία. Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου. Ο Κύριος γνωρίζει πως δεν έχει άντρα, μα θέλει ν' ακούσει τη δική της απάντηση. Την ταρακουνά, φανερώνοντας την παντογνωσία Του.
Πέντε γαρ άνδρας έσχες. Αυτή ήταν μια δυνατή έκπληξη για τη γυναίκα. Τώρα όμως ακούει κι ένα ένοχο μυστικό της, που πολύ θά 'θελε να κρύψει, όπως: και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ. Αυτό λειτούργησε σαν κεραυνός που άστραψε στον γαλανό ουρανό.
Αλλά μην κατακρίνεις τη Σαμαρείτιδα, ανθρώπινη ψυχή. Μη την καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τον εαυτό σου: «Ποιός είναι ο σύζυγός μου;». Δεν είχες ήδη πέντε άντρες ίσαμε τώρα; Κι ο σύντροφος που έχεις τώρα δεν είναι κάποιος άλλος κι όχι ο νόμιμος σύζυγός σου; Η ψυχή είναι εκκλησία. Κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός. Με λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) της χριστιανικής ψυχής είναι ο ίδιος ο Κύριος. Αν όμως παραμένεις δεμένη σ' αυτόν τον κόσμο, αν είσαι «συζευγμένη» μ' αυτόν κι αν οι πέντε αισθήσεις σου είναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θα βρίσκεσαι στην ίδια αμαρτωλή και δύστυχη κατάσταση όπου βρέθηκε κι η Σαμαρείτιδα. Αν είσαι δυσαρεστημένη κι απογοητευμένη από τις αισθήσεις σου, τότε τις έχεις πραγματικά απορρίψει, έχεις πάρει διαζύγιο απ' αυτές. Τότε θα είναι σαν πέντε νεκροί σύζυγοι, οπότε εσύ αποφασίζεις να ζήσεις με τον έκτο σύντροφο, που βέβαια δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου, αλλά διάδοχος των άλλων πέντε, που όλοι μαζί ολοκληρώνουν την αισθητική σου αντίληψη. Αυτό είναι το ψέμμα κι η λάσπη που έχουν μαζέψει οι αισθήσεις μέσα σου κι έχουν σχηματίσει ένα σωρό από σκουπίδια.

Η συνομιλία του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα είναι συζήτηση του Θεού με την άπιστη ψυχή. Η συνομιλία αυτή περιέχει ένα μήνυμα για σένα. Είναι συνομιλία ανάμεσα στον Ουράνιο Νυμφίο και τη νύμφη Του, την ψυχή του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος επικέντρωσε τη συζήτησή Του στον άντρα της Σαμαρείτιδας. Θα μπορούσε να εκτυλιχτεί διαφορετικά η συ­ζήτηση μαζί της, να της φανέρωνε με άλλον τρόπο πως ήταν προφήτης. Θά μπορούσε να της αποκαλύψει κάποιο άλλο μυστικό δικό της ή των γονιών της ή των γειτόνων της στο Συχάρ. Κι η γνώση αυτή να είχε καταπλήξει εξίσου τη γυναίκα. Σκόπιμα όμως έφερε τη συζήτηση στο σύζυγο της γυναίκας, επειδή αυτό έχει να προσφέρει κάτι και σε σένα. Σε σένα καθώς και σ' όλες τις ψυχές που δημιούργησε από την αρχή και θα συνεχίσει να δημιουργεί ως τη συντέλεια του κόσμου.

Η ερώτηση για το σύζυγό σου, ψυχή, είναι η σπουδαιότερη κι η πιο αποφασιστική. Όποιος κι αν είναι ο σύντροφός σου, είσαι σύζυγος του προσώπου αυτού. Αν σύντροφός σου είναι ο κόσμος, θα καταστραφείς μαζί του. Αν σύντροφός σου είναι η αμαρτία, θα πεθάνεις μαζί της. Αν σύντροφός σου είναι ο διάβολος, θα είσαι μαζί του αιώνια. Σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις, θα πίνεις νερό που θα σου προκαλεί όλο και περισσότερη δίψα. Μόνο αν ομολογήσεις τον Κύριο Ιησού Χριστό ως νόμιμο Σύζυγό σου και τον συζευχθείς με πίστη κι αγάπη, θα πίνεις το ζων ύδωρ, το δροσερό και ζωογόνο νερό που θα σε ξεδιψάσει για πάντα και θα σε οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή.

«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ’, 19-22). Ο Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν' αγγίξει μια πνευματική χορδή της Σαμαρείτιδας. Και το κατορθώνει αυτό αναφέροντας το παρελθόν της. Η γυναίκα, που ως τότε ένιωθε μόνο τις αισθήσεις και την κοσμική αντίληψη να κυριαρχούν μέσα της, άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται πως ξυπνάει η πνευματική αντίληψη, που ως τότε ήταν ναρκωμένη. Και το πρώτο που κάνει, είναι ν' αναγνωρίσει και να ομολογήσει το Χριστό ως προφήτη. Αυτό ήταν αρκετό σαν αρχή. Κι αμέσως μετά άρχισε ν' αναπτύσσεται ραγδαία το ενδιαφέρον της για τα πνευματικά πράγματα.

Έτσι θέτει στον Κύριο ένα ερώτημα που ήταν πολύ επίκαιρο στις μέρες της. Ποιό ήταν αυτό; Οι ατέλειωτες φιλονικίες που είχαν αυτήν την εποχή Ιουδαίοι και Σαμαρείτες για τον τόπο όπου έπρεπε να λατρεύεται ο Θεός. Ποιός ήταν πιο θεάρεστος τόπος; Η Ιερουσαλήμ ή το βουνό της Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα και προσεύχεται σωστότερα στο Θεό, αυτός που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εδώ ή ο άλλος που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εκεί; Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν. Η γυναίκα δε λέει «εμείς», αλλά «οι πατέρες ημών». Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο όρος αυτό και να δικαιώσει έτσι περισσότερο τους Σαμαρείτες της εποχής της. Ήταν σα νά 'θελε να πει: Δε διαλέξαμε εμείς το ορός τούτο για τόπο λατρείας του Θεού, αλλά οι πατέρες μας· κι εκείνοι ήταν ανώτεροι από μας και πιο κοντά στο Θεό.

Πάλι ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα μ' ένα «ναι» ή ένα «όχι». Προχωρεί προσπαθώντας ν' αφυπνίσει και να στηρίξει την ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι... Πίστεψε Εμένα, γυναίκα, όχι εκείνους που σου λένε πως πρέπει να λατρεύεις το Θεό στο όρος αυτό ή στην Ιερουσαλήμ. Θα έρθει καιρός που προσκυνήσετε τω πατρί ούτε στο όρος αυτό ούτε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεί τον όρο «πατήρ» αντί γιά «θεούς» (οι Σαμαρείτες προσκυνούσαν και «Θεό» και «θεούς»). Μ' αυτόν τον τρόπο η γυναίκα θα κατανοήσει πως με την καινούργια αντίληψη για το Θεό θα μάθει και τη νέα λατρεία. Η λατρεία του Πατέρα δε θα εξαρτάται από συγκεκριμένο τόπο. Κι έτσι η αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Σαμαρείτες κι οι Ιουδαίοι καταργείται. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Κύριος προφητεύει κάτι που θά γίνει σύντομα και που έχει σχέση με την έλευσή Του στον κόσμο.

Μ' όλο που ο Κύριος δίνει και στις δυο αυτές μορφές αποκλειστικότητας το ίδιο βάρος και προφητεύει το τέλος και των δύο, στα θέματα της γνώσης του Θεού δίνει κάποια υπεροχή στους Ιουδαίους. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν. Ο Κύριος γνωρίζει πως η γυναίκα τον βλέπει σαν Ιουδαίο, γι' αυτό και μιλάει σαν Ιουδαίος. Εσείς οι Σαμαρείτες, είπε, δε γνωρίζετε ποιον προσκυνάτε, γιατί προσκυνάτε πολλούς θεούς και είδωλα. Ομολογείτε τη θεότητα του Θεού του Αβραάμ και του Ιακώβ, ταυτόχρονα όμως προσφέρετε θυσία στα πολυάριθμα είδωλα των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι γνωρίζουν τουλάχιστον πως υπάρχει ένας Θεός, μ' όλο που τον προσκυνούν και κείνοι, όπως και σεις, με πετρωμένες καρδιές, με σκοτισμένο νου και νεκρές συνήθειες. Παρά ταύτα, η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Δηλαδή, λέει ο Κύριος, ο Μεσσίας θα γεννηθεί από Ιουδαίους. Από Εκείνον θα έρθει η σωτηρία του κόσμου. Αυτό υποσχέθηκε ο Θεός στους προπάτορές μας και το ίδιο προφήτεψαν οι προφήτες. Έτσι φρόντισε η πρόνοια του Θεού κι έτσι έγιναν τα πράγματα.

«Αλλ' έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ’, 23-24). Η λατρεία των Σαμαρειτών δεν είναι αληθινή, γιατί δεν ξέρουν ποιο θεό προσκυνούν. Η λατρεία στην Ιερουσαλήμ δεν είναι παρά σκιά της αληθινής λα­τρείας του Θεού, «σκιά των μελλούμενων αγαθών» (Εβρ. ι’, 1). Τόσο το ψεύτικο, το μη αληθινό, όπως και η σκιά, σύντομα θα εξαφανιστούν και στη θέση τους θα βασιλέψει η αληθινή λατρεία του Θεού.

Ο Ήλιος της καινούργιας μέρας ανέτειλε. Η αυγή της καινούργιας μέρας χαράζει καθαρά και διαλύει το σκοτάδι και τις σκιές. Περνάει πολύς καιρός κι εξακολουθεί να είναι χαραυγή. Όταν το φως της καινούργιας μέρας λάμψει παντού, τότε οι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Θεό ως Πατέρα και θα τον προσκυνήσουν σαν γιοι Του, όχι σαν δούλοι Του. Δε θα τον λατρεύουν με λέξεις και θυσίες νεκρές, αλλ' εν πνεύματι και αληθεία, με ψυχή και σώμα, με πίστη και έργα, με σοφία κι αγάπη. Ο άνθρωπος στην πληρότητά του θα λατρεύσει το Θεό στη δική Του πληρό­τητα. Ο άνθρωπος που συνίσταται από ψυχή και σώμα, θα τα καθαγιάσει και τα δύο στο Θεό, και θα τον προσκυνήσει με τα δύο. Οι προσκυνητές θα υποκλιθούν όχι σε κάποιο πλάσμα, μα στον ίδιο το Δημιουργό, όχι σε κακούς δαίμονες που εμφανίζονται σαν θεοί, αλλά στον Ένα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα του φωτός και της αλήθειας. Τέτοιοι είναι οι προσκυνη τές που αναζητούν τον Ουράνιο Πατέρα. Πνεύμα ο Θεός. Ο Θεός είναι Πνεύμα, δεν είναι ούτε σάρκα ούτε άγαλμα ούτε νεκρός λόγος ή ένας τόπος. Γι' αυτό και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να το κάνουν εν πνεύματι και αληθεία. Ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θνητό κόσμο γύρω του, γι' αυτό και με τους θνητούς συμπεριφέρεται κι αυτός ως θνητός. Όταν όμως επικοινωνεί με τον αθάνατο Θεό, πρέπει να τον προσεγγίσει με ό,τι είναι αθάνατο. Όπως λέει ο απόστολος, «ου γαρ ζητώ τα υμών, αλλά υμάς» (Β' Κορ. ιβ’, 14).

Ο παλιός κόσμος υπηρετούσε το Θεό με νομικές φόρμες. Πρόσφερε θυσία στο Θεό τράγους και κριάρια, σεβόταν το Σάββατο κι εκτελούσε τους απαραίτητους καθαρισμούς, είχε λησμονήσει όμως το έλεος και την αγάπη. Διάβαζε τα λόγια, «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μα δεν τα καταλάβαινε και γι' αυτό δεν τα τηρούσε. Από τώρα και στο εξής όμως θα λατρεύει το Θεό εν πνεύματι και αληθεία. Γι’ αυτό το λόγο ήρθε ο Κύριος στη γη, για να δώσει το παράδειγμα τέτοιας λατρείας και προσκύνησης. Η δυσωδία των τράγων και των κριαριών που προσφέρονταν θυσία από ανθρώπους με πέτρινες καρδιές και σκοτισμένες ψυχές, ήταν προσβλητική για το Θεό. Παλιότερα ίσως να μην ήταν δυσωδία αλλά ευωδία. Τότε όμως οι θυσίες προσφέρονταν από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και το Μωυσή. Η ευωδία αυτή δεν προερχόταν από το αίμα και τις σάρκες των ζώων, αλλ' από τις ευλαβικές ψυχές και τις φιλόθεες καρδιές των πιστών δούλων Του.
Αργότερα που οι ψυχές εκείνων που έκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οι καρδιές τους πέτρωσαν, καμιά θυσία δεν μπορούσε να προσφέρει ευωδία στο Θεό. Ο Θεός δε ζητά τη μυρουδιά που βγαίνει από τις σάρκες και το αίμα, αλλ' εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι όλες οι μυρουδιές που έβγαιναν από τα θυσιαστήρια, για τον Κύριο ήταν δυσωδία. Κι αυτό ίσχυε για όλα τα θυσιαστήρια, είτε της Ιερουσαλήμ είτε της Σαμάρειας. Πάνω σ' όλη την κόπρο του κόσμου, απ' όπου αναδυόταν η μυρουδιά κι ο θάνατος, ήρθε ο Κύριος να σπείρει τα άνθη του πνεύματος και της αλήθειας, που θα κατέστρεφαν το θάνατο και θ' αφάνιζαν τη δυσωδία. Έτσι ο νέος κόσμος παρουσιάζεται στο Θεό ως νύμφη, αγνή και καταστόλιστη.

«Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς· εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μεν τοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής; αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν» (Ιωάν. δ’, 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη αλληλουχία σκηνών και γεγονότων! Ο Κύριος στέκεται στο κέντρο μόνος Του, ακίνητος, όπως η αιωνιότητα. Η γυναίκα προκλήθηκε από τα πνευματικά λόγια του Κυρίου Ιησού και ξαφνικά θυμήθηκε τον αναμενόμενο Μεσσία, που τον περίμεναν κι οι Σαμαρείτες όπως ακριβώς οι Ιουδαίοι. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα, είπε η γυναίκα. Για εκείνην, όπως και για όλους τους άλλους, η ιδέα του Μεσσία ήταν κάτι μακρινό, κάτι που βρισκόταν πιο μακριά κι από τη γραμμή του ορίζοντα. Κι ένιωσε μεγάλη έκπληξη όταν ο Κύριος της αποκάλυψε πως Εκείνος ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Εγώ ειμί ο λαλών σοι. Η γυναίκα έμεινε άφωνη από θαυμασμό, δεν του απάντησε. Κι εκείνη την ώρα έφτασαν οι απόστολοι από την πόλη και θαύμασαν που είδαν τον Κύριο να μιλάει με μια γυναίκα και μάλιστα άπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι έμειναν άφωνοι κι εκείνοι.
Η γυναίκα δεν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει ή να πει. Παράτησε τη στάμνα της εκεί κι έτρεξε στην πόλη. Ήθελε το συντομότερο ν' αναγγείλει αυτό που ανακάλυψε. Αυτή ήταν μια πολύ εκφραστική σκηνή, πιο εύγλωττη απ' όλα τα λόγια του κόσμου. Η γυναίκα έτρεξε, έφτασε στην πόλη και μίλησε σε όλους για τον παράξενο άνθρωπο που γνώρισε στο πηγάδι. «Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;». Δεν τολμάει να πει πως «Αυτός είναι ο Χριστός», μ' όλο που είχε αποκτήσει εμπειρία της σπάνιας πνευματικής σοφίας Του. Έτσι, σα να διστάζει γι' αυτό που θέλει να πει, ρωτάει: Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Είναι σα να ήθελε να πει: Είμαι μια ξένη γυναίκα και δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γι' αυτό· εσείς είστε άντρες κι οπωσδήποτε πιο προσεχτικοί και πιο λογικοί από μένα. Γι' αυτό «έρχου και ίδε». Έτσι η γυναίκα, τόσο με την επιτηδειότητά της όσο και με τη μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή όλων των κατοίκων της Συχάρ, που «εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν».
Μόλις έφυγε η γυναίκα ξεκίνησε μια συζήτηση ανάμεσα στο Διδάσκαλο και τους μαθητές Του. «Ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε». Είχαν αγοράσει τρόφιμα στην πόλη και του έφεραν να φάει. Κι ο δάσκαλός τους σίγουρα πεινούσε. Αντί να φάει όμως, συνέχισε τη θεϊκή αποστολή Του, για την όποια ήρθε στον κόσμο. Δεν έδωσε προσοχή στη σωματική πείνα. Ήταν πολύ σπουδαία στιγμή και δεν ήθελε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Δε θ' αντάλλαζε με τίποτα την ανάγκη της ψυχής για λίγο φαγητό. Έτσι απάντησε στους μαθητές Του:

«Εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;» (Ιωάν. δ’, 32-33). Ο Κύριος τους μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του για σωματική. Η ίδια περίπου σκηνή είχε γίνει και νωρίτερα, όταν ο Κύριος μιλούσε στη γυναίκα για πνευματικό νερό και κείνη έλεγε για το νερό του πηγαδιού. Τώρα Εκείνος μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του σκέφτονταν τη σωματική.
«Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμά εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ’, 34). Το θέλημα του Πατέρα είναι και του Υιού θέλημα, αφού ο Πατέρας κι ο Υιός μοιράζονται την ίδια ύπαρξη. Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος τους έλεγε για το θέλημα του Πατέρα κι όχι για το δικό Του; Γιατί μιλούσε για το έργο του Πατέρα κι όχι για το δικό Του; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θέλημα του Πατέρα και το δικό Του; Δεν έχουν το ίδιο θέλημα; Δεν έχουν το ίδιο έργο; Ναι, το ίδιο έχουν. Κατονομάζει όμως το θέλημα από το οποίο καθοδηγείται: του Πατέρα Του· το έργο που έχει να εκτελέσει: του Πατέρα Του. Κι αυτά για χάρη μας. Για να διδάξει σ' έμας τους ανυπάκουους και υπερήφανους την υπακοή και την ταπείνωση.

Προσέξτε όμως πόσο ευχάριστο είναι στον Κύριο το θέλημα του Πατέρα Του! Δεν το βλέπει σαν καθήκον, αλλά σαν τροφή! Εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, του Πατέρα μου. Τι θεϊκό παράδειγμα, τι ευγενικός έλεγχος σε όλους εμάς, που όλη μέρα μιλάμε για το καθήκον μας, λες και πρόκειται για βάρος. Αν πράγματι κοιτάξουμε τον Κύριο και την τήρηση του θελήματός Του από τη μια μεριά και το βαρύ καθήκον Του προς τους ανθρώπους από την άλλη, πρέπει να παραδεχτούμε λογικά πως κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού, αν δεν το δέχεται τόσο ευχάριστα, όπως την καθημερινή τροφή Του. Αυτό είναι που λέει ο Κύριος: πως κάνει το θέλημα του Πατέρα Του, όχι το δικό Του, όπως λέει και σ' ένα άλλο σημείο: «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. στ’, 38). Αυτό δε σημαίνει πως ο Υιός είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Δείχνει απλά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει ο Υιός προς τον Πατέρα Του.

Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει επίσης πως ο Πατέρας ακούει πάντα τον Υιό. «Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις» (Ιωάν. ια’, 42). Η τέλεια υπακοή του Πατέρα ανταποκρίνεται έτσι στην τέλεια υπακοή του Υιού, και η τέλεια υπακοή του Αγίου Πνεύματος ανταποκρίνεται στην τέλεια υπακοή του Πατέρα και του Υιού. Κι η τέλεια υπακοή κυριαρχεί σε ενότητα με την τέλεια αγάπη. Γι' αυτό και η αληθινή τροφή του Υιού είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα. Αληθινή τροφή του Πατέρα είναι να κάνει το θέλημα του Υιού. Κι αληθινή τροφή του Αγίου Πνεύματος είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα και του Υιού.

«Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη» (Ιωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές Του για πνευματική τροφή, τώρα τους λέει για πνευματικό θερισμό. Ο πνευματικός θερισμός είναι κοντά, φαίνεται, όπως φαίνεται και ο επίγειος θερισμός. Όταν τα στάχυα γίνονται κίτρινα ή λευκά, όλοι ξέρουν πως ο θερισμός πλησιάζει. Όταν πλήθη ανθρώπων έρχονται κοντά στο Χριστό, είναι φανερό πως ο πνευματικός καρπός έχει ωριμάσει.

Όταν οι Σαμαρείτες άκουσαν για το Χριστό από τη Σαμαρείτιδα, δεν είπαν πως η γυναίκα αυτή τρελλάθηκε, αλλά παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν όλοι μαζί να τον δουν. Επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε, δείτε τα πλήθη των ανθρώπων που τρέχουν κοντά μας! Αυτός είναι ο αγρός του Θεού. Αυτή είναι η ώριμη σοδειά που περιμένει τους θεριστές. Έτσι είναι. «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Λουκ. ι’, 2). Εσείς είστε οι θεριστές του αγρού του Θεού. Γιατί μου προσφέρετε υλική, πρόσκαιρη τροφή, όταν υπάρχει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι υπέροχος θερισμός; Όταν ο νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δεν ξεχνάει να φάει από τη χαρά του; Κι όταν βρεθεί μπροστά σε τέτοια θαυμάσια θέα, δεν τρέχει αμέσως να θερίσει τη σοδειά του και να την μαζέψει στις αποθήκες όσο γίνεται πιο γρήγορα, προτού την καταστρέψει η καταιγίδα; Γι' αυτό μη φροντίζετε υπερβολικά για την τροφή σας ή για τον εαυτό σας ή για Μένα. Τρέξτε γρήγορα στο θερισμό για να μη χάσετε το μισθό σας.

«Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτού εισεληλύθατε» (Ιωάν. δ’, 36-38).

Στον απέραντο αγρό του Θεού, πολλές φορές δεν προλαβαίνουν οι ίδιοι εργάτες και να σπείρουν και να θερίσουν, επειδή οι μέρες του ανθρώπου είναι μετρημένες. Μερικοί άνθρωποι σπέρνουν και πεθαίνουν προτού προλάβουν να δουν τον καρπό του κόπου τους. Μετά γεννιούνται άλλοι, όταν ο καρπός που έσπειραν μεγάλωσε, ωρίμασε κι έγινε κίτρινος για θερισμό. Κι έτσι αυτοί γίνονται θεριστές και μαζεύουν τον ώριμο καρπό που δεν έσπειραν.

Ο αγρός του Θεού στη γη έχει σπαρεί από την αρχή με ζωή. Σποριάδες ήταν οι προπάτορές μας, οι άνθρωποι του Θεού, προφήτες και δίκαιοι, κυρίως οι προφήτες. Εκείνοι έσπειραν, μα δεν είδαν τον καρπό ν' αυξάνει και να ωριμάζει. Έζησαν όλοι με πίστη και πέθαναν με πίστη, χωρίς να δουν τους καρπούς της επαγγελίας. Τους είδαν μόνο από μακριά, με την πνευματική τους όραση (βλ. Εβρ. ια’,13).

Ο Κύριος Ιησούς είπε κάποτε στους μαθητές Του: «Πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε, και ουκ είδον» (Ματθ. ιγ’, 17). Οι σποριάδες δε βλέπουν εκείνα που βλέπουν οι θεριστές: τον καρπό και το θερισμό. Κι οι δυό τους όμως θα λάβουν μισθό για τον κόπο τους, γιατί κι οι δυό τους είναι εργάτες στον αγρό του Θεού, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων.

Ο Κύριος επαινεί τους κόπους και τους αγώνες των προφητών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, ταυτόχρονα όμως ενθαρρύνει τους αποστόλους στον αγώνα του θερισμού τους. Είναι σα νά 'θελε να πει: Αυτοί έκαναν μεγαλύτερους αγώνες από σας, γιατί είναι πιο δύσκολο και πιο κουραστικό να σπέρνεις, χωρίς να βλέπεις τον καρπό στον αγρό σου, παρά να θερίζεις τον ώριμο καρπό. Εσείς μπήκατε στο δικό τους κόπο. Εκείνοι αγωνίστηκαν και πέθαναν σαν μισθωτοί και δούλοι, χωρίς να δουν στο μεταξύ τον Κύριο του αγρού. Εσείς έχετε τον Κύριο ανάμεσά σας, εργάζεστε σαν γιοί, όχι σαν μισθωτοί ή δούλοι. Στην ουσία ο ίδιος ο Κύριος εργάζεται, εσείς είστε οι συν-εργάτες Του. Γι' αυτό ευφρανθείτε και σπεύσετε με χαρά να θερίσετε τον ώριμο καρπό.

«Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ώριμος είναι ο καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος είναι ο θερισμός! Η διψασμένη γη ρούφηξε γρήγορα το νερό. Πολλοί Σαμαρείτες πίστεψαν στο Χριστό ακόμα και προτού τον δουν, μόνο με τα λόγια που άκουσαν από τη γυναίκα. Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν απόστολος, ούτε κι έκανε κάποιο θαύμα. Αντίθετα μάλιστα, ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή. Κι έτσι όμως τα λόγια της είχαν πλούσιο θερισμό ανάμεσα σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί αμηχανία για τους Ιουδαίους, τον Εκλεκτό Λαό! Εκείνοι άκουσαν από το στόμα Του όλα τα δυνατά λόγια, μα παράμειναν κουφοί και τυφλοί, αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι! Η Σαμαρείτιδα δεν κράτησε για τον εαυτό της τα καλά λόγια που άκουσε από τον Κύριο. Έτρεξε αμέσως να τα μεταδώσει και στους άλλους, γι' αυτό και της αξίζει κάθε έπαινος. Είναι σαν τη γυναίκα που βρήκε τη χαμένη δραχμή κι αμέσως φώναξε τις γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).

«Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ' αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού» (Ιωάν. δ’, 40-41). Οι Ναζαρηνοί ζητούσαν να τον γκρεμίσουν από το χείλος του όρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), δια τον λόγον αυτού. Οι Γαδαρηνοί του ζήτησαν να τους αφήσει και να φύγει μακριά (Λουκ. η’, 37). Αυτοί εδώ οι Σαμαρείτες όμως του ζήτησαν να μείνει μαζί τους, ηρώτων αυτόν μείναι παρ αυτοίς. Ο Κύριος ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους κι έμεινε μαζί τους δυο μέρες. Κι ο θερισμός ήταν πραγματικά μεγάλος, πλούσιος, τόσο για εκείνους που τον πίστεψαν από τα λόγια που άκουσαν από τη γυναίκα, όσο και για εκείνους που πίστεψαν άμεσα στα δικά Του λόγια.

Στη συνέχεια έλεγαν στη γυναίκα: «ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιωάν. δ’, 42). Δε μας είναι γνωστά όσα είπε ο Κύριος τις δυο αυτές μέρες στους πνευματικά πεινασμένους και διψασμένους ανθρώπους. Δε γράφτηκε τίποτα γι' αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως τα λόγια Του είναι ύδωρ ζων, που όταν το πίνει ο άνθρωπος δεν ξαναδιψάει ποτέ πια. Αυτό φαίνεται πρώτο από το μεγάλο πλήθος εκείνων που πίστεψαν στον Κύριο και δεύτερο από την ορθή ομολογία της πίστης τους: ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός.

Ανάμεσα στους πολλούς θεούς που πίστευαν οι Σαμαρείτες, μέσα τους διατηρούσαν και κάποια πίστη στο Θεό του Ισραήλ. Και κρατούσαν την πίστη αυτή όχι επειδή γνώριζαν το Θεό αυτό, αλλ' από σεβασμό στον Ισραήλ (Ιακώβ), που κάποτε είχε ζήσει ανάμεσά τους. Γι' αυτό κι η Σαμαρείτιδα μίλησε για τον «πατέρα μας Ιακώβ» (Ιωάν, δ’, 13). Οι Σαμαρείτες σίγουρα θα είχαν ακούσει την προφητεία για το άστρο που θ' ανατείλει από τον Ιακώβ («ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ», Αριθμοί, κδ’, 17). Όταν ο βασιλιάς των Μωαβιτών Μπαλάκ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον των Ισραηλιτών, κάλεσε τον προφήτη Βαλαάμ ν' ανακοινώσει νίκη εναντίον του Ισραήλ, για να ενθαρρύνει το στρατό του. Ο Μπαλάκ υποσχέθηκε στο Βαλαάμ να του δώσει μεγάλα δώρα για τις υπηρεσίες του κι ο Βαλαάμ πήγε στο στρατόπεδο του βασιλιά. Όταν όμως προσπάθησε να κάνει τα μαγικά του και να προφητεύσει αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, ξαφνικά τον επισκέφτηκε το Πνεύμα του Θεού κι άρχισε να προφητεύει όχι αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, αλλ' εκείνα που ήθελε ο Θεός. «Ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ». Όταν ο Μπαλάκ άκουσε τα λόγια αυτά επιτίμησε τον Βαλαάμ, εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Φησί Βαλαάμ, υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, φησίν ακούων λόγια ισχυρού, όστις όρασιν Θεού είδεν εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού... ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ» (Αριθ. κδ’). Και να που εμφανίστηκε Εκείνος που προείδε ο Βαλαάμ από παλιά. Το άστρο έλαμψε από τη φυλή του Ιακώβ κι ήταν λαμπρότερο από τον ήλιο, πιο όμορφο από το καλλίτερο όνειρο. Κι οι Σαμαρείτες το είδαν και χάρηκαν. Το είδαν και πίστεψαν. Ήπιαν μέχρι κορεσμού το ύδωρ το ζων κι έζησαν στον αιώνα.

Ο Σωτήρας μας Χριστός δεν έδωσε το ζων ύδωρ μόνο στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Το έδωσε κι εξακολουθεί να το δίνει μέχρι σήμερα σε κάθε άνθρωπο που έχει επίγνωση της πνευματικής του δίψας στην έρημο αυτής της ζωής. Κάποτε ο Κύριος στάθηκε στην Ιερουσαλήμ «και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. ζ’, 37). Πρόσεξε πως το αναφέρει ο ευαγγελιστής: έκραξε. Ο Καλός Ποιμήν δεν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει το ποίμνιό Του, το καλεί στο νερό. Από την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Χριστός στέκεται στη μέση της ερήμου αυτού του κόσμου και κράζει σ' όλους τους ταξιδιώτες που είναι εξαντλημένοι από τη δίψα. Ευλογημένοι είναι όσοι ακούνε τη φωνή Του και τον πλησιάζουν με πίστη. Ο Χριστός δε θα τους ρωτήσει ούτε ποια γλώσσα μιλάνε ούτε σε ποιο έθνος ανήκουν. Ούτε την ηλικία τους θέλει να μάθει ούτε αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Θα δώσει σε όλους ύδωρ ζων για να τους ενισχύσει και να τους αναζωογονήσει, να τους ανανεώσει και να τους αναγεννήσει, να τους υιοθετήσει, να τους βγάλει από το πύρινο καμίνι αυτού του κόσμου και να τους οδηγήσει στη γη της επαγγελίας.

Πόσο υπέροχο είσαι, ύδωρ ζων! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ανανεωτική πηγή, πόσο πλούσιος και ζωοποιός είσαι! Πνεύμα Αγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στον Κύριο Ιησού όλους εκείνους που οι ψυχές τους διψούν για την αιώνια ζωή και κραυγάζουν: «Η ψυχή μου διψά για το Θεό, για το Ζώντα Θεό!»

Δόξα και ύμνος σε Σένα, Κύριε Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ – Από την Κυριακή του Πάσχα ως την Πεντηκοστή» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μετάφραση – Επιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011)

ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ www.panagiapalatiani.gr