Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

 «Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΜΑΣ»


ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ


Ι. ΝΑΟΥ ΑΓ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


ΤΕΥΧΟΣ 39ο


ΙΟΥΛΙΟΥ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022

Ομιλία στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και

Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας

Αὐτοί πού καλά γνωρίζουν νά ἀγωνίζονται γιά ἕνα βραβεῖο κατά

τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, εὐχαριστιοῦνται ἀπό τά χειροκροτήματα

τῶν θεατῶν καί μέ τῶν ἐπάθλων τήν ἐλπίδα ἔντονα παρακινοῦνται

πρός τήν νίκη, πού ἁρμόζει σ ̓ αὐτά. Ἀσφαλῶς ὅμως καί ὅσοι ἔχουν

σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐπιτύχουν τά θεῖα χαρίσματα καί διψοῦν νά

γίνουν μέτοχοι τῆς ἐλπίδας πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁγίους,

ἀφενός ἀναλαμβάνουν μετά χαρᾶς τούς ἀγῶνες χάριν τῆς εὐσέβειας

πρός τόν Χριστό. Ἀφετέρου τήν τιμημένη καί ἔνδοξη ζωή

κατορθώνουν ὄχι μέ τό νά προτιμοῦν τήν τεμπελιά, πού εἶναι

στερημένη ἀπό μισθό, οὔτε βέβαια ἀγαπώντας τήν ἄνανδρη δειλία,

ἀλλά πιό πολύ κινούμενοι μέ ἀνδρεία ἐναντίον κάθε πειρασμοῦ καί

συνεπῶς μέ τό νά κρίνουν σχεδόν ὡς ἀνάξεις λόγου τίς ἐπιθέσεις πού

προέρχονται ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι θεωροῦν πλοῦτο τό νά

ὑποστοῦν παθήματα γιά χάρη Του. Διότι ἀνακαλοῦν στήν μνήμη

τους τόν μακάριο Παῦλο, πού ἔγραφε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά

παθήματα τῆς ἐδῶ ζωῆς ἐμπρός στήν δόξα πού πρόκειται νά

φανερωθεῖ σ ̓ ἐμᾶς.

Πρόσεχε, λοιπόν, οἰκονομία ἐξαίρετη πού χρησιμοποιεῖ καί τώρα ὁ

Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρός ὠφέλειαν καί οἰκοδομή τῶν ἁγίων

ἀποστόλων. Εἶπε σ ̓ αὐτούς: «Ἄν κανείς θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς

ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἄς σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί ἄς

μέ ἀκολουθεῖ. Διότι αὐτός πού θέλει νά σώσει τήν ζωή του θά τήν


2


χάσει· αὐτός ὅμως πού θά χάσει τήν ζωή του γιά χάρη μου, θά τήν

βρεῖ» (Ματθ. 16, 24-25). Σωτήριο βέβαια τό παράγγελμα καί

ταιριαστό σέ ἁγίους. Καί γίνεται τοῦτο πρόξενος τῆς δόξας, γιά τήν

ὁποία κάναμε λόγο παραπάνω, καί τήν χαρά γιά ὅ,τι θά γευθεῖ στό

τέλος ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ ἐντός του. Διότι τό νά ἐπιλέξει κανείς

τά πάθη γιά τόν Χριστό δέν μένει χωρίς ἀμοιβή, ἀλλά μᾶλλον

προσπορίζει ὡς διαρκές καί ἀναφαίρετο ἀπόκτημα τήν μετοχή στήν

αἰώνια ζωή καί δόξα.

Ὡστόσο, ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχαν τήν ἐξ ὕψους δύναμη οἱ μαθητές,

φυσικό ἦταν νά πέσουν ἴσως κάπου θύματα ἀνθρώπινης ἀσθένειας,

ὁπότε νά βάλουν μέ τόν νοῦ τους καί νά ποῦν μέσα τους: πῶς μπορεῖ

νά ἀπαρνηθεῖ κάποιος τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει

κάποιος τήν ζωή του, νά τήν βρεῖ πάλι; Καί ποιό γιά ὅσους τοῦτο

πάθουν τό ἰσάξιο θά εἶναι βραβεῖο; Ἤ, ἐπίσης, τί λογῆς χαρισμάτων

θά εἶναι μέτοχος; Γιά νά τούς ἀφήσει, λοιπόν, μακρυά ἀπό τέτοιες

σκέψεις καί τέτοιους λόγους καί, ὅπως μέ τήν κατεργασία κανείς

ἀλλάζει τό σχῆμα στά μέταλλα, νά τούς ἀναμορφώσει γενναίους,

κάμνοντας νά γεννηθεῖ μέσα τους ἡ ἐπιθυμία τῆς ὡραίας αὐτῆς

δόξας, «Λέγω σέ σᾶς», λέει, «εἶναι κάποιοι ἀπ ̓ αὐτούς πού

βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως ὅτου δοῦν τήν

βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 28). Μήπως τόσο πολύ θά ἐκταθεῖ γι ̓

αὐτούς τό ὅριο τῆς ζωῆς τους, ὥστε σ ̓ ἐκεῖνα νά φτάσουν τά χρόνια,

ὕστερα ἀπό τά ὁποῖα, στήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, θά κατεβεῖ ἀπ ̓

τούς οὐρανούς καί θά ἀποκαταστήσει τούς ἁγίους στήν ἑτοιμασμένη

γιά χάρη τους βασιλεία; Βέβαια καί μέχρι τοῦτο μποροῦσε νά φτάσει

ἡ δύναμή του. Διότι ὅλα μπορεῖ καί τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο ἤ

ἀκατόρθωτο γιά τήν ἄκρα παντοδυναμία τοῦ νεύματός Του.

Βασιλεία ὅμως λέει τήν ἴδια τήν θέα τῆς δόξας, πού μέσα της καί ὁ

ἴδιος θά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν θά λάμψει πάνω ἀπ ̓

ὅσους βρίσκονται στήν γῆ. Διότι θά ἔρθει μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ

καί Πατρός καί ὄχι φυσικά μέ τήν εὐτέλεια πού χαρακτηρίζει ἐμᾶς.

Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νά καταστήσει θεατές τοῦ θαύματος αὐτούς πού

δέχθηκαν τήν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στό ὄρος ἔχοντας τρεῖς ἀπ ̓

αὐτούς, τούς ὁποίους ἐπέλεξε. Ἔπειτα μεταβάλλεται σέ μιά

ἀσυνήθιστη καί στόν Θεό ταιριαστή λαμπρότητα, ἔτσι πού καί ὁ

ρουχισμός Του, καθώς δέχεται τό φῶς, νά δίνει τήν ἐντύπωση τοῦ

ἄκρως φωτεινοῦ. Μετά ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού μόλις εἶχαν ἔρθει


3


καί στάθηκαν γύρω ἀπ ̓ τόν Ἰησοῦ, συζητοῦσαν γιά τήν ἔξοδό Του,

τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά ὁλοκληρώσει στήν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή γιά

τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καί τό σωτήριο πάθος, λέω,

πού ἐπιτελέστηκε πάνω στόν τίμιο Σταυρό. Ἀφοῦ μάλιστα ἀληθεύει

ὅτι ὁ νόμος πού δόθηκε μέ μεσάζοντα τόν Μωυσῆ, καθώς καί ὁ λόγος

τῶν ἁγίων Προφητῶν, τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προανήγγειλαν: ὁ

πρῶτος μέ τύπους καί σκιές ζωγραφίζοντάς το σχεδόν ὅπως στό

σανίδι· οἱ ἄλλοι ἔχοντας προείπει μέ πολλούς τρόπους ὅτι θά γίνει

ὁρατός σέ καιρούς ὁρισμένους μέ τήν μορφή τήν δική μας καί ὅτι γιά

τήν σωτηρία καί τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέν θά ἀποφύγει τό

πάθημα τοῦ θανάτου πάνω σέ ξύλο.

Λοιπόν, ἡ ἐμφάνιση δίπλα σ ̓ Αὐτόν τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία καί ἡ

προσομιλία τῶν ἴδιων μεταξύ τους ἦταν κάποια οἰκονομία, ἡ ὁποία

πολύ καλά, ὁλοφάνερα παρουσίαζε νά περιστοιχίζεται ἀπό

ἐπίσημους ὑπηρέτες τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες ὁ Κύριός μας

Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδή καί τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν

ἐξουσιαστή τόν παρουσίασαν, πρίν φανεῖ, μέ ὅσα οἱ ἴδιοι

προεκήρυξαν μεταξύ τους σύμφωνα. Δέν εἶναι δηλαδή ἀσυμβίβαστα

τά προφητικά λόγια πρός αὐτά πού γνωστοποιήθηκαν μέ τόν Νόμο.

Καί αὐτό τό νόημα ἔχει, νομίζω, τό νά ἀπευθύνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο

τόν λόγο, ὁ ἱερότατος Μωϋσῆς καί ὁ πανάριστος ἀπ ̓ τους Προφῆτες.

Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας.

Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο νά ἐξετάσουμε. Ἐπειδή τά πλήθη

ἔλεγαν, ἄλλοι πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας, ἄλλοι ἕνας ἀπ ̓

τούς Προφῆτες, τούς κορυφαίους παίρνει, γιά νά δοῦν κι ἀπ ̓ ἐδῶ τήν

διαφορά τοῦ δούλου καί τοῦ κυρίου.

Ἀλλά ὕστερα ἀπ ̓ αὐτό μποροῦμε νά μιλήσουμε καί γιά ἕνα ἄλλο

νόημα. Ἐπειδή δηλαδή συνεχῶς τοῦ προσῆπταν τήν κατηγορία τῆς

παραβάσεως τοῦ Νόμου καί τόν θεωροῦσαν βλάσφημο, γιατί, καθώς

πίστευαν, σφετερίζεται δόξα πού δέν τοῦ ἁρμόζει, τήν δόξα τοῦ

Πατρός, καί ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, διότι δέν τηρεῖ

τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου» (Ἰω. 9, 16)· καί πάλι: «Γιά καλό ἔργο δέν

θέλουμε νά σέ λιθοβολήσουμε, ἀλλά γιά βλασφημία καί ἐπειδή, ἄν

καί εἶσαι ἄνθρωπος, κάμνεις τόν ἑαυτό σου Θεό» (Ἰω. 10, 33). Γιά νά

ἀποδειχθεῖ ὅτι καί οἱ δύο κατηγορίες γεννήθηκαν ἀπό φθόνο καί ὅτι

δέν τόν βαρύνει ἐνοχή γιά κανένα ἀπό αὐτά τά δύο καί πώς οὔτε τοῦ

Νόμου παράβαση εἶναι αὐτό πού συμβαίνει, οὔτε αὐθαίρετη


4


οἰκειοποίηση δόξας ἀταίριαστης στό πρόσωπό Του, δηλαδή τό νά

αὐτοχαρακτηρίζεται ἴσος μέ τόν Πατέρα, γι ̓ αὐτό ἐμφανίζει αὐτούς

πού ἔλαμψαν στόν καθένα ἀπό τούς δύο αὐτούς πνευματικούς

τομεῖς. Ἀσφαλῶς ὁ Μωυσῆς τόν Νόμο ἔδωσε καί, συνεπῶς,

μποροῦσαν νά ἐννοήσουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά

καταπατεῖται ὁ Νόμος, ὅπως νόμιζαν· οὔτε τοῦ Νόμου τόν

παραβάτη, αὐτόν πού κατεπάτησε τόν Νόμο ἐχθρό θά ὑπηρετοῦσε.

Καί ὁ Ἠλίας, ὅμως, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ζηλωτής. Ἔτσι, ἄν

ἦταν ἀντίθεος καί Θεό τόν ἑαυτό του ὅριζε, ἴσο μέ τόν Πατέρα, δίχως

νά εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἔκανε ἀπρεπῶς λόγο, δέν θά

παρευρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας καί δέν θά ὑπάκουε.

Εἶναι ὅμως δυνατόν καί γιά μιάν ἄλλη αἰτία νά μιλήσουμε, μαζί μέ

αὐτά πού ἔχουν ἤδη ἐκτεθεῖ. Γιά ποιά λοιπόν; Γιά νά μάθουν ὅτι

πάνω καί στήν ζωή καί στόν θάνατο ἔχει ἐξουσία, καί στά ἄνω καί

στά κάτω κυριαρχεῖ. Γι ̓ αὐτό καί ἐκεῖνον πού ζεῖ καί ἐκεῖνον πού ἔχει

πεθάνει ἐμφανίζει. Μάλιστα, ὅσο διήρκεσε ἡ ἐμφάνισή τους δέν

ἔμεναν σιωπηλοί, ἀλλά ἔλεγαν γιά τήν δόξα, τήν ὁποία ἐπρόκειτο

πλήρη νά λάβει στήν Ἱερουσαλήμ – πράγμα πού δηλώνει καί τό

Πάθος καί τόν Σταυρό καί μεταξύ αὐτῶν καί τήν Ἀνάσταση.

Ἀλλά, βέβαια, τούς μακάριους μαθητές γιά λίγο τούς παίρνει κάπως

ὁ ὕπνος, ἐπειδή καταγινόταν ἀκούραστα στήν προσευχή ὁ Χριστός.

Σημειώνονταν δηλαδή ἀπαράλλακτες οἱ ἀνθρώπινες καταστάσεις

μέσα στά πλαίσια μιᾶς οἰκονομίας. Ἔπειτα, σάν ξύπνησαν, βλέπουν

τήν τόσο σεβάσμια καί παράδοξη μεταβολή. Ὅμως, καθώς ἴσως

νόμισε ὁ θαυμάσιος Πέτρος ὅτι μπορεῖ καί νά εἶχε φτάσει ὁ καιρός

τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται βέβαια τήν διαμονή στό ὄρος,

ἀλλά ζητᾶ νά γίνουν τρεῖς σκηνές δίχως νά ξέρει τί λέει. Διότι δέν

ἦταν καιρός τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, οὔτε βέβαια ἀνῆκε στόν

παρόντα χρόνο τό νά μετάσχουν οἱ πιστοί σ ̓ αὐτό πού ἤλπισαν

σύμφωνα μέ τήν θεία ὑπόσχεση. Διότι ὁ Παῦλος λέει: «Αὐτός θά

μεταμορφώσει τό σῶμα τῆς μικρότητάς μας, γιά ν ̓ ἀποκτήσει αὐτό

τό ἴδιο ὁμοιότητα μέ τό ἔνδοξο σῶμα Του» (Φιλιπ. 3, 21), τοῦ

Χριστοῦ δηλαδή. Ἀφοῦ λοιπόν, ἦταν στίς ἀρχές ἀκόμη τό σωτήριο

σχέδιο καί, τέλος πάντων, ὄχι τελειωμένο, πῶς ἦταν φυσικό νά τό

περατώσει ὁ Χριστός ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Του γιά τόν κόσμο,

ἔχοντας ἐγκαταλείψει τό θέλημά Του νά πάθει γιά χάρη του; Διότι

ἔχει σώσει τήν κτίση πού βρίσκεται κάτω ἀπ ̓ τόν οὐρανό, ὄχι μόνο


5


ὑπομένοντας τόν ἴδιο τόν σωματικό θάνατο, ἀλλά καί καταργώντας

τον μέ τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς. Γι αὐτό λοιπόν σίγουρα δέν

ἤξερε ὀ Πέτρος τί ἔλεγε.

Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τήν παράδοξη καί ἄρρητη θέα τῆς δόξας τοῦ

Χριστοῦ ἔχει πραγματοποιηθεῖ καί κάτι ἄλλο, χρήσιμο καί ἀναγκαῖο,

γιά νά βεβαιωθεῖ ἡ πίστη σ ̓ Αὐτόν. Καί ὄχι μόνο γιά τούς μαθητές,

ἀλλά βέβαια καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἀπό νεφέλη, ἀπό ψηλά, ἀπό

τόν Θεό καί Πατέρα ἦρθε κάτω φωνή. Καί Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Αὐτός

εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί τήν

ὥρα πού ἀκούστηκε ἡ φωνή, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, βρέθηκε μόνος ὁ

Ἰησοῦς (Ματθ. 17, 5-8). Ἐνάντια σ ̓ αὐτά τί μπορεῖ νά πεῖ ὁ

σκληροτράχηλος Ἰουδαῖος, ὁ ἀνεπίδεκτος ἀγωγῆς, ὁ ἀπειθής καί μέ

καρδιά ἀσυμμόρφωτη σέ νουθεσία; Νά, πού εἶναι παρών ὁ Μωυσῆς,

καί ὁ Πατήρ δίνει ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀκοῦν Αὐτόν.

Ἐάν βέβαια ἤθελεν τοῦ Μωυσῆ τίς ἐντολές αὐτοί ν ̓ ἀκολουθοῦν, θά

εἶχε πεῖ: «Ὑπακοῦτε στόν Μωυσῆ, φυλάγετε τόν Νόμο». Ὅμως τώρα

ἀκριβῶς οὔτε αὐτό λέει ὁ Θεός καί Πατήρ, ἀλλά ὅση ὥρα

παρευρίσκονται ὁ Μωυσῆς καί ὁ Προφήτης Του Ἠλίας, Αὐτόν

περισσότερο τούς προστάζει νά ἀκοῦνε. Ἀλλά γιά νά μή διαβάλλεται

ἀπό μερικούς ἡ ἀλήθεια, πού λένε ὅτι τόν Μωυσῆ πιό πολύ νά ἀκοῦνε

τούς ἔχει προστάξει ὁ Πατήρ, καί ὄχι τόν Σωτήρα ὅλων μας Χριστό,

ἀναγκάστηκε ὁ Εὐαγγελιστής ἐπιπροσθέτως νά σημειώσει ὅτι στό

ἄκουσμα τῆς φωνῆς βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Ἑπομένως, ὅταν στούς

ἁγίους Ἀποστόλους ὁ Θεός καί Πατήρ, σάν ἀπό πάνω ἀπό νεφέλες,

ἔδινε τήν ἐντολή «νά ἀκοῦτε Αὐτόν», ὁ Μωυσῆς ἀπουσίαζε, ὁ Ἠλίας

δέν ἦταν παρών, ἐνῶ ἦταν μόνος ὁ Χριστός. Γι ̓ αὐτό λοιπόν σίγουρα

Αὐτόν νά ἀκοῦνε ἔχει προστάξει. Ἀφοῦ μάλιστα εἶναι ὁ ἴδιος

κατάληξη καί σκοπός τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού καί πρός τά πλήθη τῶν Ἰουδαίων μίλησε μέ

τά ἑξῆς: «Ἄν δίνατε πίστη στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σ ̓ ἐμένα, διότι

γιά μένα ἐκεῖνος ἔγραψε». Καί ἐπειδή δέν ἔχουν πάψει ὅλες τίς

ἐποχές νά καταφρονοῦν τήν ἐντολή πού παραδόθηκε διαμέσου τοῦ

πάνσοφου Μωυσῆ, καί νά μή δίνουν σημασία στόν λόγο πού

ἀποκαλύφθηκε μέ τούς ἁγίους Προφῆτες, δικαίως ἀποξενώθηκαν

καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τά ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα δόθηκε ὑπόσχεση

στούς πατέρες τους. Διότι «ἡ ὑπακοή εἶναι πιό καλή ἀπό θυσία καί ἡ


6


ἀκρόαση πού γίνεται μέ προσοχή εἶναι ἀνώτερη ἀπ ̓ τήν προσφορά

ἀρνίσιου λίπους». Καί αὐτά γιά τά καμώματα τῶν Ἰουδαίων.

Γιά ἐμᾶς ὅμως, πού ἔχουμε ἀποκτήσει πλήρη γνώση τῆς φανερώσεώς

Του, χωρίς ἄλλο τά πάντα θά εἶναι καλά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά εἶναι

γιά τήν χορήγησή τους καί τό μέσο καί ἡ πηγή. Δι ̓ Αὐτοῦ καί μαζί μ ̓

Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἄς δοξάζεται ὁ Θεός καί Πατήρ, καί ἄς

φανερώνεται καί ἀναγνωρίζεται ἡ δύναμή Του στούς ἀτελείωτους

αἰῶνες.

Αμήν.


Πηγή: www.imnp.gr

Λόγος στην Κοίμηση της Θεοτόκου (Αγίου Θεοδώρου του

Στουδίτη)

Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η Θεοτόκος,

υψώνει για χάρη μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους

φωστήρες που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να

εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα

θεοκίνητα χείλη της σίγησε ο έναρθρος λόγος, αείλαλο ανοίγει το

πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ συνέστειλε τις

σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες προς το

Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα, ενώ μας απέκρυψε τα

ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί διά μέσου της

σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στο λαό προς ασπασμό

ευεργετικό και σχετική προσκύνηση, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι.

Ενώ λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνη περιστερά, δεν παύει να φυλάττει

τα κάτω. Ενώ εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ

οδηγήθηκε στους ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσα μας τους

δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον Κύριο.

Κάποτε, μέσω της προμήτορος Εύας ο θάνατος εισήλθε και κυρίευσε τον

κόσμο· τώρα όμως συναντώντας την μακάρια θυγατέρα εκείνης

αποκρούστηκε και κατανικήθηκε από το ίδιο εκείνο μέρος απ’ όπου του

είχε δοθεί η εξουσία. Ας χαρεί λοιπόν το γυναικείο φύλο, που αντί

ντροπής αποκομίζει δόξα. Ας χαρεί και η Εύα, διότι δεν είναι πια


7


καταραμένη, αλλά έχει να επιδείξει απόγονο της ευλογημένο την Μαρία.

Ας σκιρτήσει η κτίση ολόκληρη, καθώς αντλεί μυστικά τα νάματα της

αφθαρσίας από την παρθενική πηγή και απαλλάσσεται έτσι από την

θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια είναι η εορτή που έχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα είναι τα γεγονότα

που υμνολογούμε. Αυτά μας χαρίζει η χριστοανθής ρίζα του Ιεσσαί, η

ιερόβλαστη ράβδος του Ααρών, ο νοητός παράδεισος του ξύλου της

ζωής, ο έμψυχος λειμώνας των παρθενικών αρωμάτων, το ανθισμένο

θεογεώργητο αμπέλι του ώριμου και ζωογόνου σταφυλιού, ο υψηλός και

επηρμένος χερουβικός θρόνος του Παμβασιλέα, ο οίκος ο γεμάτος από

τη δόξα Κυρίου, το άγιο καταπέτασμα του Χριστού, ο φωτεινότατος

τόπος της ανατολής, αυτά μας χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα

ειρηνικά και δίκαια. Λέω κοιμήθηκε, όχι όμως και πέθανε. Πέρασε από

την γη στον ουρανό, όμως δεν εγκατέλειψε την υπεράσπιση του

ανθρώπινου γένους.

Με ποια λόγια λοιπόν να παραστήσουμε το μυστήριο σου; Αδυνατούμε

να το σκεφθούμε· είμαστε ασθενείς για να το εκφράσουμε· μας πιάνει

ίλιγγος να το περιγράψουμε. Διότι είναι παράξενο και υψηλό και

ανώτερο για κάθε διάνοια. Δεν σχετίζεται και δεν ταιριάζει με κάτι άλλο,

όπως συμβαίνει με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση

να δώσουμε πρόχειρα τις αποδείξεις από τα γύρω μας πράγματα.

Αντίθετα, από τα υπερβατικά και ανώτερα μας κατανοούμε με ευλάβεια

όσα αναφέρονται σε σένα, και σε σένα μόνη παραδίδουμε τα υπέρ

άνθρωπο. Διότι άλλαξες τη φύση κατά την άρρητη γέννηση. Που άλλου

άκουσε κανείς παρθένο να συλλαμβάνει ασπόρως! Ω θαύμα! Τη μητέρα

και λεχώνα τη βλέπουμε άφθορη παρθένο, επειδή Θεός ήταν αυτό που

γέννησε. Το ίδιο λοιπόν και στη ζωηφόρο κοίμησή σου: με το να είσαι

διαφορετική από τους υπολοίπους, μόνη εσύ κατέχεις δικαιολογημένα

την αφθαρσία και των δύο (ψυχής δηλ. και σώματος).

Ας μας αφηγηθεί όμως η Σιών τα παράδοξα εκείνης της ημέρας. Είχε

λοιπόν συμπληρωθεί το όριο της ζωής. Είχε φθάσει η ώρα του θανάτου.

Προγνώρισε σαν μητέρα Θεού η Παναγία τον καιρό της μεταστάσεως.

Όταν λοιπόν τα αισθάνθηκε αυτά και τα κατάλαβε, τι μας λέει η

παράδοση πως προσευχόταν και παρακαλούσε;

«Έφθασε η ήμερα της εξόδου μου· έφθασε ο χρόνος της εκδημίας μου

προς εσένα. Ας παρευρεθούν εδώ αυτοί που θα υπηρετήσουν στον

ενταφιασμό μου, Δέσποτα· είθε να σταθούν στο προσκέφαλό μου οι


8


λειτουργοί που θα τελέσουν την κηδεία μου. Και στα μεν χέρια σου να

αφήσω το πνεύμα μου, στα δε χέρια των μαθητών σου, για να το

ενταφιάσουν, το άψαυστο και θεοδόχο σώμα μου, από όπου ανέτειλες

εσύ η αθανασία. Ας παρασταθούν κοντά μου να μου δώσουν χαρά αυτοί

που βρίσκονται διεσπαρμένοι στα πέρατα της γης, οι κήρυκες και

υπηρέτες του ευαγγελίου σου. Κι αν εσύ ευδόκησες να μετατεθεί

ζωντανός ακόμη ο δίκαιος Ενώχ στον ουρανό, γιατί έτσι έπρεπε, και ο

Θεσβίτης Ηλίας φανερά να ανυψωθεί με πύρινο άρμα προς άγνωστες

χώρες, για να αναμένουν και οι δύο το χρόνο της φρικτής και

παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, και αν πάλι για μια ανάγκη του

Δανιήλ θαυματούργησες, ώστε μέσα σε μια στιγμή ο προφήτης

Αββακούμ να μεταφερθεί από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα και πάλι

να επιστρέψει, τότε τι σου είναι αδύνατο και μόνο αν το θέλησεις;»

Αυτά μόλις είπε η πανύμνητος, να που κατέφθασε και η δωδεκάδα των

αποστόλων, από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, σαν σύννεφα

σπρωγμένα από τις πτέρυγες του Πνεύματος, που ήλθαν και στάθηκαν

κοντά στη νεφέλη του φωτός. Τί λέγει λοιπόν εκείνη που έχει τα θεϊκά, τα

πολλά, τα μεγάλα ονόματα, φέρνοντας, καθώς ήταν ξαπλωμένη, ένα

γύρο το βλέμμα της και αντικρίζοντας αυτούς που ζητούσε;

«Ας αγαλλιάσει η ψυχή μου για τον Κύριο και αυτό θα γίνει για μένα

ευφροσύνη και αίνεση και μεγαλείο εκ μέρους όλων των εθνών της γης.

Διότι μου συγκέντρωσε τα θεμέλια της Εκκλησίας, μου συνάθροισε τους

άρχοντες της οικουμένης, τους θαυμαστούς υπηρέτες της κηδείας μου.

(Ω μεγαλοφυές θαύμα! Ω έργο μητρικής αφοσιώσεως προς τον υιό! Ω

δώρο υιικής σχέσεως προς τη μητέρα!). Σαν άλλος ουρανός μου φάνηκε

το δωμάτιο, με το να περικλείει μέσα του τους φωστήρες του κόσμου.

Ναός Κυρίου φάνηκε η οροφή, που έφερε κοντά μου τους θείους μύστες

και Ιερουργούς. Δεν θα μελετήσει πια η συμμορία των Ιουδαίων να

πραγματοποιήσει τον εναντίον μου παραλογισμό. Δεν θα οπλίσει πια

εναντίον μου το θρασύ του χέρι, για να με φονεύσει το συνέδριο των

ιερέων. (Διότι κάποτε το είχαν σχεδιάσει και , μαζί με τον Υιό, θα

φόνευαν οι αιμοχαρείς και τη Μητέρα, αλλά απέτυχαν στο σκοπό τους,

γιατί τους εμπόδισε άνωθεν η θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σε τόπους

κατοικίας απαραβίαστους, όπου δεν μπορεί ο εχθρός να εισαγάγει τις

παγίδες της κακίας· όπου θα μπορώ να αντικρύσω την τερπνότητα του

Κυρίου και να επισκεφθώ το Ναό, εγώ ο παμφώτεινος ναός Του». Και τί


9


είπαν τότε προς αυτήν οι μακάριοι απόστολοι με λόγια είτε δικά τους είτε

διαλεγμένα από τα στόματα των προφητών;

«Χαίρε κλίμαξ, που στηρίζεσαι στη γη και φτάνεις στον ουρανό, μέσω της

οποίας έγινε η κάθοδος σε μας και η άνοδος προς τους ουρανούς του

Κυρίου, κατά το μεγάλο πατριάρχη Ιακώβ».

Χαίρε βάτε με την τόσο παράδοξη μορφή, από την οποία εμφανίστηκε

άγγελος Κυρίου σε μορφή πύρινης φλόγας και την οποία ενώ η φωτιά

έκαιγε, δεν την κατέκαιε, κατά το μεγάλο θεόπτη Μωϋσή.

Χαίρε ο θεοδέγμων πόκος, από τον όποιο στράγγισε η ουράνια δρόσος,

μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τον θαυμασιώτατο Γεδεών.

Χαίρε πόλις του βασιλέως του μεγάλου, την οποία θαυμάζουν και

μεγαλύνουν οι βασιλείς μαζί με τον ασματογράφο Δαυίδ.

Χαίρε η νοητή Βηθλεέμ, ο οίκος του Εφραθά, απ’ όπου εξήλθε ο βασιλιάς

της δόξας, για να καταστεί άρχοντας στο λαό του Ισραήλ, του οποίου «αι

έξοδοι απ’ αρχής εξ ήμερων αιώνος», όπως λέει ο Μιχαίας ο θειότατος.

Χαίρε το κατάσκιο παρθενικό όρος, από το οποίο εμφανίστηκε ο άγιος

του Ισραήλ, κατά τον θεόφωνο Αββακούμ.

Χαίρε λυχνία ολόχρυση και φωτοφόρε, από την οποία έλαμψε στους «εν

σκότει και σκιά θανάτου καθήμενους» το απρόσιτο φως της Θεότητος,

κατά τη ρήση του θεσπέσιου Ζαχαρία.

Χαίρε το παγκόσμιο ιλαστήριο των ανθρώπων , διά του οποίου σε

ανατολή και δύση δοξάζεται στα έθνη το όνομα του Κυρίου και παντού

προσφέρεται θυμίαμα στο όνομά Του κατά τον αγιότατο Μαλαχία.

Χαίρε νεφέλη ανάλαφρη, πάνω στην οποία κάθισε ο Κύριος κατά τον

ιεροφωνότατο Ησαΐα.

Χαῖρε η ιερά βίβλος των προσταγμάτων του Κυρίου και ο νεοχάρακτος

νόμος της Χάριτος, χάριν της οποίας μας έγιναν γνωστά όσα αρέσουν

στον Θεό, κατά τον πολυθρήνητο Ιερεμία.

Χαίρε η κλεισμένη πύλη, διά της οποίας ο Κύριος και Θεός του Ισραήλ

εισήλθε και εξήλθε κατά τον μεγάλο θεόπτη Ιεζεκιήλ .

Χαίρε το αλατόμητο από χέρι ανθρώπου και υψηλότατο όρος, από το

οποίο αποκόπηκε ο ακρογωνιαίος λίθος, κατά τον θεολογικότατο Δανιήλ.

Και ποιος νους να χωρέσει ή ποιος λόγος να αφηγηθεί όσα εκεί έψαλλαν,

όσα είπαν, όσα μακάρισαν οι θεολόγοι; Όταν λοιπόν ιερούργησαν ιερώς

όσα ταίριαζε και επιτέλεσαν τα άγια αγίως, να που έφθασε και ο Κύριος

με τη δόξα της δυνάμεως του και όλη τη στρατιά του ουρανού. Και

αόρατα μεν λειτουργούσαν οι ασώματοι, σωματικά δε γίνονταν υμνωδοί


10


της θείας μεγαλειότητας οι απόστολοι. Σύμμεικτη ήταν, αδελφοί μου, η

πανήγυρις και ο χορός ουράνιος μαζί και επίγειος — κι ας μη ξενίσει ο

λόγος μου καθώς σκιαγραφεί τα θεοπρεπή γεγονότα —αποτελούμενος

από Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Αρχές, Εξουσίες,

Δυνάμεις, τις Χερουβικές και Σεραφικές, αποστόλους, μάρτυρες,

δικαίους, άλλους να προτρέχουν, άλλους να προϋπαντούν, άλλους να

ηγούνται, άλλους να προηγούνται, άλλους να ακολουθούν και άλλους να

παρακολουθούν, και όλους να φωνάζουν χαρμόσυνα με ένα στόμα:

«Άσατε τω Κυρίω», «αινέσατε τον Κύριον», «ευλογημένος Κύριος επί

δίκαιον όρος το άγιον αυτού» και «ανυψωθήτω ο ουρανός εις το

μετέωρον». Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ στον αιώνα τέτοιο εξόδιο,

φιλόχριστοι αδελφοί; Ποιος γνώρισε την προπομπή μιας τέτοιας κηδείας;

Ποιος κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβαση, σαν κι αυτή που

αξιώθηκε η Μητέρα του Κυρίου μου; Και δεν είναι παράξενο. Γιατί

ακριβώς και κανένας δεν φάνηκε ποτέ υπέρτερος από αυτήν, που είναι

μεγαλύτερη από όλους τους ανθρώπους.

Φρίττει το πνεύμα μου, ω Παρθένε, καθώς βάζω στο μυαλό μου το

μεγαλείο της μεταστάσεώς σου. Μένει έκπληκτος ο νους μου, καθώς

αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεως σου. Δένεται η γλώσσα μου,

καθώς πάει να διηγηθεί το μυστήριο της παλινζωΐας σου. Διότι ποιος

είναι εκείνος που θα μπορούσε επάξια «να κάνει γνωστούς όλους τους

ύμνους σου» ή «να εξιστορήσει όλα τα θαυμάσια σου»; Ποιος νους

υψηγόρος θα ρητορεύσει, ποιά γλώσσα μεγαλόστομη θα μιλήσει, θα

έξαγγείλει και θα παραστήσει τα κατά σε, θα αποδώσει τα λόγια σου ή

θα σταθεί αντάξια των δικών σου θαυμάσιων, τελετών, πανηγύρεων,

εορτών, διηγήσεων, εγκωμίων; Γι’ αυτό και επί του παρόντος μυστηρίου

η γλώσσα μας αποδεικνύεται αδύνατη, άτονη, αποτυχημένη,

αποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι υπερέχεις, υπερβάλλεις, υπερτερείς

ασυγκρίτως, σε ύψος και μέγεθος από τον ανώτατο ουρανό· σε

λαμπρότητα αγνείας, από το ηλιακό φως- σε απόκτηση παρρησίας, από

το αγγελικό αξίωμα κάθε άυλης και λογικής υπάρξεως των νοητών και

νοερών δυνάμεων.

Αλλά τί επίσημη και λαμπρή— με αγαλλίαση το λέω—η πανήγυρίς σου!

Πόσο σημειοφόρος και θαυματουργική η μετάστασή σου! Πόσο

ζωοπάροχος και αφθαρτοδώρητος ο ενταφιασμός σου, μητέρα του

φωτός! Τώρα όμως που πέρασες τα σύννεφα και ανέβηκες στον ουρανό

και μπήκες στα άγια των αγίων «εν φωνή αγαλλιάσεως και


11


εξομολογήσεως», αξίωσε, Θεοτόκε, να ευλογήσεις πλούσια τα πέρατα


της οικουμένης. Με τις πρεσβείες σου κάνε εύκρατους τους καιρούς-

χάριζε τη βροχή στην ώρα της· κατεύθυνε σωστά τους ανέμους· κάνε τη


γη να καρποφορεί· δώρισε την ειρήνη στην Εκκλησία· κράτυνε την

Ορθοδοξία· φύλαγε την βασιλεία· απόκρουε τις επιθέσεις των βαρβάρων

σκέπαζε ολόκληρο το γένος των Χριστιανών τέλος δε συγχώρησε και τη

δική μου τόλμη. Διότι δικός σου είναι αυτός ο λόγος, Μητέρα του Θεού,

και συ προφήτευσες μελωδικά εκείνο που θα γινόταν: «Διότι να που από

τώρα, είπες, θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές» (Λουκ. α’ 48). Επειδή

λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ψευδής ο θειος σου λόγος,

δέξου κι από μένα τον ανάξιο δούλο σου, αυτή την κατά δύναμη

προσφώνηση και «δος μου πάλι την αγαλλίαση που μου χαρίζει, η

σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. 50,14). Με τη δύναμη των πρεσβειών σου

στήριξε με μαζί με το συγγενή μου και πνευματικό πατέρα μου και με το

ποίμνιο που μου έχουν εμπιστευθεί- εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών,

στον οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή και το κράτος μαζί με τον

παντοκράτορα Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους

αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Πήγη: www. imkby.gr (απόσπασμα)


Βίος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Το φωτεινότερο αστέρι που έλαμψε στο στερέωμα του σκοτεινού

ουρανού της Ελλάδος κατά τα πικρά χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς

υπήρξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας το 1714 από ευλαβείς γονείς.

Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κώνστας. Προικισμένος με έκτακτη ευφυΐα

και οξυδέρκεια και έχοντας ισχυρή δίψα για γνώση άφησε τη βοσκή των

ζώων και στην ηλικία των δέκα ετών δέχθηκε τα πρώτα στοιχειώδη

μαθήματα από τον Ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα στη Συγδίτσα

Παρνασσίδος. Τις γυμνασιακές του σπουδές συμπλήρωσε από τόν

ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισιάνο στα Λαμποτινά Ναυπακτίας. Και στη

συνέχεια μετέβη στη φημισμένη Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους

για ευρύτερη παιδεία από λογίους της εποχής του διδασκάλους και

ιδιαίτερα από τον σοφό Ευγένιο Βούλγαρη.


12


Ο Κώνστας εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους με

νέο πλέον όνομα: Κοσμάς.

Η αγνή πολιτεία του και η ακρίβειά του στα παλαίσματα της μοναχικής

ζωής τον έκαναν άξιο να προωθηθεί στον Ιερό Κλήρο. Μέσα στην ψυχή

του υπήρχε ασίγαστος πόνος για το σκλαβωμένο γένος του. Γι’ αυτό,

αποφάσισε να αφήσει την ησυχία της ερημικής ζωής και να πάρει το

ραβδί του Αποστόλου με έναν πόθο: να παρηγορήσει και να αφυπνίσει

το Ελληνικό Έθνος, που κινδύνευε να αφανιστεί.

Στα 45 του έτη εξέρχεται από τη Μονή της μετανοίας του, με τις ευχές

των Πατέρων του και την ευλογία και έγκριση του Πατριάρχου

Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ του Β ́, έχοντας τον τίτλο “του

ιεροκήρυκος του Γένους”.

Κατά τις 4 ιεραποστολικές του περιοδείες (1760-1779) όργωσε

κυριολεκτικά όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Ξεκινώντας από

τη Θράκη, συνέχισε στη Μακεδονία, ήρθε στη Θεσσαλία, την

Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρο, Γαλαξείδι. Επισκέφτηκε τις Σποράδες, τα

Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, τα Ιόνια νησιά και ιδιαίτερα την Κεφαλλονιά,

τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα.

Τελευταίος του σταθμός υπήρξε η Βόρειος Ήπειρος, μία περιοχή για την

οποία ο Άγιος ιδιαίτερα θρηνούσε, γιατί είχε σχεδόν αφελληνισθεί.

Ακούραστος οδοιπορούσε. Τον ακολουθούσαν ευλαβείς μοναχοί και

ιερείς. Ο ίδιος ήταν πάμφτωχος. Στον ώμο του είχε ένα δισάκι (=ταγάρι)

και ένα σκαμνάκι (δώρο Τούρκου πασά). Όπου σταματούσε για το

κήρυγμα, σε χωράφια ή στάνες ή δάση ή πλατείες ή ακρογιάλια, ύψωνε

ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, τον οποίο άφηνε εκεί ως ευλογία όταν

έφευγε. Ανέβαινε στο σκαμνάκι και κάτω από τη σκιά του σταυρού ο

λόγος του “ξεχείλιζε από τη γλυκύτητα, την ειρήνη και τη χαρά που μόνο

το Άγιο Πνεύμα μπορούσε να χαρίσει”. Αποκάλυπτε με απλά λόγια τις

αλήθειες της πίστεώς μας αρχίζοντας από τη Δημιουργία του κόσμου,

των Πρωτοπλάστων, συνέχιζε με τη ζωή της Παναγίας, του Ιησού Χριστού

και έκλεινε με τον Παράδεισο, “την αληθινή πατρίδα που οφείλουμε όλοι

να λαχταράμε”.

Μιλούσε χωρίς χειρόγραφα. Μιλούσε ζωντανά, ζεστά, στην απλή γλώσσα

του λαού, φέρνοντας παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων και την

καθημερινή ζωή των ακροατών του. Ήταν ο κήρυκας της κοινωνικής

δικαιοσύνης. Έλεγχε με δριμύτητα τις αδικίες και αρπαγές. Συμβούλευε

όλους να αγαπούν και να συγχωρούν.


13


Παρήγγελλε στους πλουσίους να πάρουν στις οικογένειές τους τα

εγκαταλελειμμένα παιδιά και να τα προστατέψουν. Τους έλεγε να κάνουν

ελεημοσύνες και να προσφέρουν στις εκκλησίες κολυμβήθρες, για να

βαπτίζονται τα νήπια.

Όλους τους ξεσήκωνε ο Άγιος και τους έβαζε να κτίζουν σχολεία, για να

μαθαίνουν καλά τα ελληνικά. “Τα σχολεία φτιάχνουν ανθρώπους και

στερεώνουν τα παιδιά στην ευσέβεια και στην ενάρετη ζωή”, έλεγε. Με

τη συμβολή του κτίστηκαν περισσότερα από 10 «σχολεία ελληνικά»

(ανώτερη εκπαίδευση) και 200 περίπου «για κοινά γράμματα»

(στοιχειώδης παιδεία).

Είκοσι ολόκληρα χρόνια ο φλογερός Πατροκοσμάς έσπερνε τον σπόρο

της Ουράνιας Αλήθειας και “κατακτούσε και γοήτευε και τους πιο

σκληρούς”.

Μεγάλοι εγκληματίες μετανοούσαν. Άρπαγες επέστρεφαν τα κλεμμένα.

Σκληροί κι ανελεήμονες πλούσιοι έδιναν τα πλούτη τους ανακουφίζοντας

τους αναγκεμένους. Ανευλαβείς και αδιάφοροι για την πίστη άνθρωποι

γίνονταν τώρα θερμοί χριστιανοί!

Δεν ημέρεψαν όμως μόνο οι άνθρωποι. Ο Άγιος είχε δώσει εντολή στους

πιστούς να μπολιάζουν και τα άγρια δέντρα, για να δίνουν γλυκείς

καρπούς.

Όμως το τεράστιο αυτό ευλογημένο έργο του μεγάλου Εθναποστόλου το

φθόνησαν έμποροι Εβραίοι της Ηπείρου. Επειδή θίγονταν τα οικονομικά

τους συμφέροντα –διότι ο Άγιος δεν ανεχόταν να γίνεται το παζάρι ημέρα

Κυριακή και το είχε μεταθέσει Σάββατο– τον συκοφάντησαν στον Κουρτ

Πασά ότι είναι πράκτορας της Ρωσίας που ξεσηκώνει σε επανάσταση

τους χριστιανούς της Ηπείρου εναντίον των Τούρκων. Ο πασάς πείστηκε,

αφού έλαβε βέβαια και πολλά γρόσια, και ενήργησε άμεσα το σχέδιο

εξοντώσεώς του.

Ήταν 23 Αυγούστου του 1779. Στο Κολικόντασι του Βερατίου της Βορείου

Ηπείρου, την ώρα που κήρυττε ο Άγιος ήρθαν ξαφνικά και τον

συνέλαβαν. Την επόμενη μέρα, 24 Αυγούστου, επτά Τουρκαλβανοί μετά

από δίωρη πορεία τον οδήγησαν στις όχθες του Άψου ποταμού. Εκεί,

κάτω από ένα δέντρο θέλησαν να του δέσουν τα χέρια. Ο Άγιος τούς

βεβαίωσε πως δεν επρόκειτο να αντισταθεί και ύψωσε τα χέρια σε

προσευχή. Στη συνέχεια ευλόγησε με το σημείο του σταυρού τα τέσσερα

σημεία του ορίζοντα. Και οι δήμιοι κρέμασαν τον Άγιο στο δέντρο και τον

απαγχόνισαν. Η ψυχή του ολοφώτεινη πέταξε στο θρόνο του Υψίστου


14


Θεού. Ήταν τότε 65 ετών. Ύστερα τον πέταξαν στο ποτάμι, για να χαθούν

τα ίχνη του. Όμως ο Θεός φανέρωσε μετά από τρεις ημέρες το πάντιμο

σώμα του σε κάποιον ευλαβή ιερέα, τον παπά Μάρκο. Και έγινε η κηδεία

και η ταφή στο χωριό Κολικόντασι με προεξάρχοντα τον αρχιερέα

Ιωάσαφ.

Όλος ο χριστιανικός κόσμος θρήνησε την απώλεια του μεγάλου

Νεομάρτυρα και Εθναποστόλου του Γένους. Αλλά και από τους εχθρούς

και αντιπάλους του τιμήθηκε ο Όσιος και μάλιστα άμεσα. Πρώτος ο

Κουρτ Πασάς μετάνιωσε πικρά γιατί ξεγελάστηκε και για λίγα χρήματα

θανάτωσε έναν “αθώο και ειρηνικό άνθρωπο”.

Η αγιοκατάταξή του στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας έγινε το 1961. Η

μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.

Ας γίνουν οι διδαχές του Αγίου και για μας σωσίβια σωτηρίας και ας μας

συνοδεύουν οι πρεσβείες του.


Πηγή: www. prostiniki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου