ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Γιὰ τὸ πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντας τὸν ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἑβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς. Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.
5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο» (Α´ Κορ. 12, 3)· καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη· ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.
6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29)· καί ἀλλοῦ· «αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε· «αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.
2.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.
Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.
Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.
Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
3.
Λόγος στὴν Φωτοφόρο καὶ Ἁγία Ἀνάσταση
Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης
-
«Εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός» (Λουκ. α´ 68). Ἂς ποῦμε ἐπαινετικὰ λόγια σήμερα στὸ Μονογενῆ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν οὐρανίων πραγμάτων, Αὐτὸν ποὺ ἔσκυψε στὶς μυστικὲς ἐκτάσεις τῆς γῆς καὶ μὲ τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες Του φώτισε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂς ποῦμε ὕμνους σήμερα γιὰ τὴν Ταφὴ τοῦ Μονογενῆ, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν (Ἰωάν. ιστ´ 20, Λουκ. β´ 10). Ἂς ὑμνήσουμε σήμερα αὐτὸν ποὺ φόρεσε τὴν ἁμαρτία (Β´ Κορ. ε´ 21). Ἂς ποῦμε εὔφημα λόγια σήμερα στὸ Θεὸ Λόγο, ποὺ ντρόπιασε τὴ σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. α´ 20) ἐπιβεβαίωσε τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, συγκέντρωσε τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, διέδωσε τὴν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ Χάρη τοῦ Πνεύματος. Διότι νὰ ἡ ἀπόδειξη, ἐμεῖς, ποὺ κάποτε ἤμασταν ξένοι ἀπὸ τὴ βαθειὰ γνώση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. β´ 13,19), γνωρίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ἐκπληρώθηκε τὸ γραμμένο, «θὰ θυμηθοῦν καὶ θὰ στραφοῦν στὸν Κύριο ὅσοι κατοικοῦν στὶς ἄκρες της γῆς καὶ θὰ πέσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῶν ἐθνῶν» (Ψαλμ. κα´ 28).
2. Τί νὰ θυμηθοῦν; Τὴν παλιὰ πτώση, τὴ νέα ἀνάσταση, τὴν ἀρχαία παράβαση καὶ τὴ μετὰ διόρθωση, τὸν θάνατον τῆς Εὕας, τὴ γέννηση τῆς Παρθένου Μαρίας, τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἐθνῶν, τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τὴν ἀναγέννηση τῆς κολυμβήθρας (Ἰωαν. ε´ 1-30), τὴν εἴσοδο στὸν παράδεισο, τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς οὐρανούς, τὸ δημιουργὸ ποὺ ἀναστήθηκε, Ἐκεῖνον ποὺ ξεντύθηκε ὅσα δὲν τοῦ ἔπρεπαν, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ θεϊκή Του μεγαλοσύνη μετέτρεψε τὸ φθαρτὸ σὲ ἀφθαρσία. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ τὰ ἀπομάκρυνε, γιατί δὲν τοῦ ἔπρεπαν; Ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Ἡσαΐας: «Τὸν εἴδαμε καὶ δὲν εἶχε ὀμορφιὰ οὔτε κάλλος, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό Του ἦταν ἀτιμασμένο καὶ στερημένο ἀπὸ ὡραιότητα πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους» (Ἡσ. νγ´ 2-3).
3.Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένο (Ἰωάν. η´ 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ ὅσοι τοὺς γέννησε τὸ σκοτάδι, κρατοῦσαν αὐτὸν ποὺ δὲ χωράει πουθενὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Δὲν ἔλεγε ἄδικα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γι᾿ αὐτούς, «Ἐσᾶς ποῦ σᾶς γέννησαν οἱ ὀχιές, ποιὸς σὰς συμβούλευσε νὰ ξεφύγετε τὴ μελλοντικὴ ὀργή;» (Ματθ. γ´ 7). Διότι πραγματικὰ θὰ μείνει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
4. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸν ἀντιμετώπιζαν Αὐτόν, τὸ βλαστὸ τῆς ἐπιείκειας, μὲ ῥαπίσματα καὶ ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μὲ ὅρκους ἀπὸ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ δικαστὴς τῶν ὅρκων (Μαρκ. ιδ´ 65).
5. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν δίκαζαν τὸ δικαστὴ καὶ ἔκριναν τὸν Κριτὴ τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καὶ ὁ Κύριος σιωποῦσε, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκοτάδι θριαμβολογοῦσε, τὸ δημιούργημα ἔδειχνε θράσος καὶ ὁ Δημιουργὸς ἔδειχνε ὑπομονή.
6. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα καὶ ὁ ταῦρος στεκόταν ἥσυχος, ὅταν τὸ λιοντάρι ὠρυόταν καὶ οἱ ταῦροι στέκονταν ἀγέρωχοι, ὅπως ἔχει γραφεῖ στοὺς ψαλμούς, «Μὲ περικύκλωσαν πολλὰ καὶ μὲ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς ἐναντίον μου, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ἁρπάζει καὶ ὠρύεται» (Ψαλμ. κα´ 12).
7. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν γάβγιζαν τὰ σκυλιὰ καὶ ὁ Δεσπότης ἔδειχνε ἀνοχή. Ὅταν οἱ λύκοι ἅρπαζαν καὶ τὸ πρόβατο δὲν ἔφερνε ἀντίσταση. Ὅταν ὁ λῃστὴς δεχόταν πρόσκληση στὴ ζωή, ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου συρόταν στὸ θάνατο. Ὅταν ἔβγαζαν ἐκείνη τὴν ἄτακτη καὶ ὀλέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Τὸ αἷμα Του πάνω μας καὶ στὰ παιδία μας» (Ἰωάν. ιθ´ 15, Ματθ. κζ´ 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστὲς τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ κατήγοροι, οἱ σκοτισμένοι στὴ διάνοια, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. ιστ´ 6, Μαρκ. η´ 15, Λουκ. ιβ´ 1), τὸ συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ κακότατοι, οἱ ψιθυριστές, οἱ μισόκαλοι. Καὶ δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον», διότι τοὺς βάραινε ἡ παρουσία τῆς Θεότητος μὲ σάρκα καὶ τοὺς στενοχωροῦσε ὁ ἔλεγχος γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μισοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δικαίους.
8. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν φραγγέλωσαν καὶ βασάνισαν τὸ ἅγιο σῶμα Ἐκείνου ποὺ ὑπέφερε τὰ πάθη μὲ τὴ θέλησή Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς παλιὲς πληγὲς τῶν ἁμαρτημάτων μας. Ὅταν σήκωνε τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω στοὺς ὤμους Του, τρόπαιο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὅταν φοροῦσαν ἀγκάθινο στεφάνι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἕντυσαν μὲ πορφύρα περιπαιχτικὰ Αὐτὸν ποὺ χαρίζει ἀφθαρσία σὲ ὅσους ξαναγεννιοῦνται μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰωαν. γ´ 5, Ματθ. κζ´ 48). Ὅταν κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
9. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τὸ Δεσπότη τῆς οὐρανίας στρατιᾶς τῶν Ἀγγέλων.
10. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν ἔδεσαν σὲ καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι καὶ Τὸν πότισαν καὶ ἔδιναν χολὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔρριξε τὸ μάνα (Ἐξ. ιστ´ 13-15). Ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καὶ σκιζόταν τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ κατάπληκτα ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀσεβῶν. Ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καὶ ντυνόταν τὸ σκοτάδι σὰν σάκο, πενθώντας τὴν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Διότι ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τὶς συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ Ζωή, δηλαδὴ ὁ Χριστός, ἦταν κρεμασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ Λῃστές, καὶ ὁ ἕνας Τὸν χλεύαζε καὶ Τὸν κατηγοροῦσε, ὁ δὲ ἄλλος μὲ τὴ μετάνοιά του ἅρπαζε τὸν Παράδεισο (Λουκ. κγ´ 39-43).
11. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸ σῶμα παραδινόταν γιὰ νὰ ταφεῖ.
12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες Τὸν φύλαγαν καὶ ἡ γῆ ἔκρυβε Αὐτὸν ποὺ στήριξε τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ (Γεν. α´ 9). Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κρύβονταν, μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τοὺς πολλοὺς πειρασμούς.
13. Ὅμως πρόσεχε, ἀγαπητέ, τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ κατορθώματα τῆς χαρᾶς ποὺ ἦλθε μετὰ τὸ πάθος. Ὁ ἀτιμασμένος μεταβαλλόταν σὲ ἔνδοξο καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τότε εἶχε ὠδῖνες τοκετοῦ ἡ γῆ καὶ κυοφόρησε ἡ ἡμέρα. Καὶ ὁ θάνατος ἀπέβαλε τὴ ζωὴ τῶν ὅλων. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾷ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο Του.
14. Ἂς γιορτάσουμε, λοιπόν, τὴ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προξένησε τὴν αἰώνια ζωή. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Θεοτόκος Μαρία δὲ δοκίμασε παρθενικὲς ὠδῖνες ἀνύμφευτης κόρης, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γέννησε τὸ Δημιουργὸ τῶν αἰώνων, τὸ Θεὸ Λόγο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἔτσι καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὴν κοιλιά της, καταργώντας τὶς ὠδῖνες τοῦ θανάτου (Πραξ. β´ 24) ἄφησε, ὅταν διατάχθηκε, ἐλεύθερο τὸν Κύριο τῶν Ἰουδαίων. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κρατᾷ σῶμα τὸ ὁποῖο φέρνει τὴν ἀθανασία. Σκεπτόμενος, λοιπόν, ὁ προφήτης Δαβὶδ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου, τὴν ἐλευθερία ὅταν πρὶν ἦταν δοῦλοι, φωνάζει καὶ λέει: «Βασίλευσε ὁ Κύριος, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του» (Ψαλμ. πβ´ 1).
15. Ποιὸ μεγαλεῖο ντύθηκε ὁ Κύριος; Τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία, τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, τὸ στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν προδίδει πλέον ὁ Ἰούδας, δὲν ἀπειλεῖ πλέον ὁ Καϊάφας, δὲν ὁπλίζεται πλέον ὁ Ἡρῴδης γιὰ νὰ σφάξει τὰ παιδιά, δὲ δικάζει πλέον ὁ Πιλᾶτος, οὔτε φυλακίζουν πλέον οἱ Ἰσραηλῖτες. Τὸ φθαρτὸ ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος ποὺ Τὸν θεωροῦσαν μόνο ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀποδείχθηκε ἀληθινὸς Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς φωνάζουμε: «Θάνατε, ποῦ εἶναι τὸ κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. ιε´ 55). «Ὁ Κύριος βασίλευσε, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του, ντύθηκε καὶ ζώσθηκε δύναμη» (Ψαλμ. πβ´ 1). Δύναμη λέει τὸ σχέδιο σωτηρίας μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία Του, γιατί δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ ἀσώματος νίκησε μὲ τὸ σῶμα Του τοὺς δαίμονες, μὲ τὸ σταυρὸ καταπολιόρκησε τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις.
16. Δηλαδή, ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ συγκλόνιζε τὴ γῆ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως προεῖπε, τὴ στερέωσε μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ βαδίζει πλέον στὸν γκρεμὸ τῆς καταστροφῆς, οὔτε νὰ τὴ δέρνουν οἱ Χειμῶνες τῆς πλάνης. Καὶ μάρτυρα σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέμε ἂς φέρουμε τὸν μακάριο Παῦλο, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸ τὸ φθαρτὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ τὸ θνητὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. ιε´ 53). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει: «Εἶναι ἕτοιμος ἀπὸ τότε ὁ θρόνος Σου, Ἐσὺ ὑπάρχεις αἰώνια» (Ψαλμ. πβ´ 2), καὶ ὁ Δανιήλ: «Ἡ βασιλεία Σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων, ἂς γεμίσουν ἀπὸ εὐφροσύνη πολλὰ νησιά» (Ψαλμ. πστ´ 1), γιατί σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δοξολογία καὶ ἡ δύναμη στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
Πρωτότυπο Κείμενο
Εὐλογητὸς ὁ θεός. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ θεὸν τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα, τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα. εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ μονογενοῦς, τὴν ἀνάστασιν τοῦ νικητοῦ, τὴν χαρὰν τοῦ κόσμου, τὴν ζωὴν τῶν ἐθνῶν [τοῦ κόσμου]. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν θεὸν λόγον, ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε, τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε, τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν, τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε. ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι <ὄντες> τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιγνώσεως τὸν θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται· Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
Τί μνησθήσονται; τὴν παλαιὰν πτῶσιν, τὴν νέαν ἀνάστασιν, τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν, τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας, τῆς παρθένου τὴν γέννησιν, τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν, τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν, τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν, τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν, τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον, τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον, τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον, τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα. καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο; ἣν Ἡσαΐας εἶπε· Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο, ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον. οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης· Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ μενεῖ ἐπ᾿ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ᾿ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου, ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ <ὁ> δεσπότης ἐσιώπα, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία, τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο, ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται· Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με· ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ δεσπότης ἠνείχετο, ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο, ὅτε <ὁ> λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο, ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο, ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν, Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι, οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι, οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων, τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι. εἰκότως γὰρ ἔκραζον· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος· ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ, ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον, ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι᾿ ὕδατος καὶ πνεύματος [ἁγίου] χαριζόμενον, ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον [αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν] τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα, ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα, ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν· ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς, ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε <οἱ> στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα, ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα. ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο καὶ ἡ τοῦ κόσμου χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος. τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν· οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον. ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας [οὐ] λύσασα βουλήσει θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν τὸν ἐκ θεοῦ θεὸν λόγον, οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην· οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον. σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης Δαβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν, τοῦ θανάτου τὴν λύσιν, τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο.
Ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο; τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν, τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον. οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι· τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ᾿ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός. διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο. δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν· ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν, διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε, διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία, ἀναστὰς ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν, ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι. μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως. Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει· Ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ, καί· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί, ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
4.
Λόγος εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν
Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου
Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.
Ἡ νέα χτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. Γιατί δέν περιμένει τόν ἥλιο πού κάθε μέρα βασιλεύει, ἀλλά τόν Ἥλιο πού ὑψωμένο στό Σταυρό τόν ντράπηκε τοῦτος ὁ δοῦλος ἥλιος καί χάθηκε. Ἔχει τόν ἥλιο, πού γι᾽ αὐτόν εἶπε ὁ προφήτης· θ᾽ ἀνατείλῃ γιά τούς φοβισμένους τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ, Ἥλιο πού τήν Ἐκκλησία καταυγάζει φωτεινός καί αἰώνιος. Γι᾽ αὐτόν λέει ἡ Γραφή· Ἥλιος βγῆκε στή γῆ καί Λωτός φύτρωσε, γιά νά ὑποτυπώσῃ τό νόμο, μπῆκε στή Σιγώρ, πού σημαίνει μικρότητα. Αὐτός ὁ Ἥλιος κάνει σοφούς τούς ἀσόφους καί αὐτός ὁ Ἥλιος στήν ἀκλόνητη πέτρα μαζί μέ τήν πίστι μας ἔχει ρίξει θεμέλιο. Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή· ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.
Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγαλλιὰ καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ πιό γιορτινή ἀπ᾽ ὅλες τίς ἑορτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή, γιά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς προτρέπει καί μᾶς λέει: Ἑτοιμάσετε ἑορτή μέ πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ὥς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου· αὐτή εἶναι ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ἑορτή, πού τόν ἀνακαινίζει καί τόν σώζει. Αὐτή ἡ ἑορτή εἶναι ὅλων τῶν ἑορτῶν ἡ κορυφή καί ἡ ἀκρόπολη· αὐτή εἶναι ἡμέρα πού τήν εὐλόγησε ὁ Θεός καί τήν ἁγίασε, γιατί αὐτή τή μέρα σταμάτησε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ὁλοκληρώνοντας τή σωτηρία τῶν ζωντανῶν μαζί καί τῶν νεκρῶν. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τῶν μολυσμένων εἰδωλολατρῶν τίς τελετές καί τούς χορούς. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τή δύναμη ὅλων τῶν ἀνηθίκων. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τήν κνίσσα καί τίς θυσίες τῶν εἰδωλικῶν αἱμάτων· αὐτή τή μέρα σταμάτησε τή δύναμη τοῦ τυράννου καί τό κεντρί πού κέντρωνε τούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή σταμάτησε τίς Ἰουδαϊκές θυσίες καί τίς πρωτομηνιές· σ᾽ αὐτή ἔβαλε καινούργιους νόμους καί κανόνες στή χτίση· σ᾽ αὐτή σταμάτησε τό Πάσχα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί τῶν Ἰουδαίων· σ᾽ αὐτήν ὁλοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά καί προφητεία.
Κατά τό Πάσχα μας, τό Πάσχα τό ἀληθινό, θυσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἰδού ἡ καινούργια χτίση τοῦ Χριστοῦ, ἡ καινούργια πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ καινούργιοι νόμοι, ὁ καινούργιος λαός τοῦ Θεοῦ. Καινούργιος, ὄχι παλιός Ἰσραήλ καί νέο Πάσχα, νέα καί πνευματική περιτομή· νέα καί ἀναίμακτη θυσία· νέα καί θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ἀνανεωθῆτε καί ἴσιο φρόνημα, νέο ἐγκαταστῆστε στίς καρδιές σας καί γιά νά δεχθῆτε τῆς νέας κι ἀληθινῆς ἑορτῆς τά μυστικά καί νά δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν οὐράνια, πραγματική καί νά φύγετε φωτισμένοι στά μυστικά τοῦ νέου Πάσχα καί πού δέν παλιώνουν, καί πῆραν τή θέση τῶν ἀντίστοιχων μυστικῶν τοῦ παλιοῦ, γιά νά ἀντιληφθῆτε πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά τῶν δικῶν μας ἀπό τά Ἰουδαϊκά καί ποιά σύγκριση μπορεῖ νά σταθῆ τῶν ἄδειων τύπων μέ τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀρχίσουμε τό λόγο γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμφάνισή Του ἀπ᾽ αὐτό τό σημεῖο.
Ἔστειλε κάποτε ὁ Θεός ἀπό ψηλό βουνό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ τό νομοθέτη Μωυσῆ, γιά νά φέρη τόν τύπο τοῦ νόμου. Στάλθηκε κι ὁ νομοθέτης Κύριος, Θεός ἀπό Θεό, ὄρος ἀπό ὄρος τῆς οὐράνιας ὀροσειρᾶς γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἔδωσε ἐλευθερία ἀπό τόν Φαραώ καί τούς Αἰγυπτίους, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Ὁ Μωυσῆς ἐσκότωσε κι ἔθαψε στήν ἄμμο ἐκεῖνον πού ἐνίκησε τόν Ἰουδαῖο. Ἔδωσε κι ὁ Χριστός τόν θάνατο στό διάβολο, στήν ἄβυσσο ἐξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ὁ Μωυσῆς τούς δύο ἀδελφούς του πού φιλονικοῦσαν· συμφιλίωσε κι ὁ Χριστός τούς δύο λαούς Του, ἑνώνοντας τά οὐράνια μέ τά γήϊνα. Ἐκεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἦρθε νά λουστῆ καί βρῆκε τό Μωυσῆ καί ἡ Ἐκκλησία, κόρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Βάπτισμα παίρνει τό Χριστό, ὄχι τριῶν μηνῶν ἀπό τό κοφίνι, ὅπως τό Μωυσῆ, ἀλλά τριῶν ἡμερῶν ἀπό τόν τάφο ἀντί τοῦ Μωυσῆ. Ἐκεῖ τυπικά καί σέ νυχτερινό σκοτάδι ἔκαμε ὁ Ἰσραήλ τό Πάσχα του, ἐδῶ φωτεινά καί μέσα στήν ἡμέρα τό Πάσχα ἑορτάζομε. Ἐκεῖ στῆς ἡμέρας τό βράδιασμα· ἐδῶ στό βράδιασμα τοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν. Ἐκεῖ τά πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν μέ τό αἷμα· ἐδῶ τῶν πιστῶν οἱ καρδιές σφραγίζονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἦταν θυσία νυχτερινή καί σέ ὥρα νύχτας ἔγινε τῆς Ἐρυθρᾶς τό πέρασμα· ἐδῶ εἶναι σωτηρία καί φωτερή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ Βαπτίσματος καί μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος φωτίζει, ἐδῶ ἀληθινά Πνεῦμα Θεοῦ πνέει καί φανερώνεται πάνω στό ἴδιο νερό καί συντρίβει τήν κεφαλή τοῦ δράκοντα ἄρχοντα τῶν δρακόντων, τῶν δαιμονικῶν λαῶν τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς σώζει τούς Ἰσραηλῖτες μέ νυχτερινό βάπτισμα· ἐκεῖ τό σύννεφο γίνεται σκέπη τοῦ λαοῦ· στό λαό τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ρίχνει τόν εὐεργετικό ἴσκιο της. Ἐκεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ χόρεψε ἡ Μαρία, τοῦ Μωυσῆ ἡ ἀδελφή: ἐδῶ πού γίνεται ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό σύνολό της γιορτάζει. Ἐκεῖ στήν πέτρα τή φυσική καταφεύγει ὁ Μωυσῆς· ἐδῶ στήν πέτρα τῆς πίστεως καταφεύγει ὁ λαός. Ἐκεῖ οἱ πλάκες τοῦ νόμου συντρίβονται καί μηνᾶνε συνάμα τό πέρασμα τοῦ νόμου καί τό πάλιωμα, ἐδῶ ἀρράγιστοι οἱ θεϊκοί νόμοι σώζονται. Ἐκεῖ τό μοσχάρι καιγόταν στή φωτιά γιά τιμωρία τοῦ λαοῦ· ἐδῶ θυσιάζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ γιά τοῦ λαοῦ τή σωτηρία. Ἐκεῖ μέ τό ραβδί ἡ πέτρα δέχεται κτύπημα· ἐδῶ ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός δέχεται τρύπημα στήν πλευρά. Ἐκεῖ βγαίνει ἀπ᾽ τήν πέτρα νερό· ἐδῶ Αἷμα καί νερό πηγάζει ἀπ᾽ τή ζωοποιό πλευρά. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν ἀπ᾽ τόν οὐρανό τό κρέας τῶν ὀρτυκιῶν· ἐμεῖς ἀπ᾽ τά ὕψη δεχόμαστε τό περιστέρι τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ἐφήμερο μάννα ἔφαγαν καί πέθαναν· ἐμεῖς τόν Ἄρτο τρῶμε γιά νά ζοῦμε στόν αἰῶνα.
Μά ἐκεῖνα, παλιά πράγματα καί ἴσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν καί τελείωσαν· τοῦ δικοῦ μας λαοῦ ἡ πίστη αὐξάνει καί θάλλει καί μένει παντοτεινά. Αὐτή εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα· τό σκιερό πέρασμα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ἔτσι πρέπει νά κοιτάξης τήν ἑορτή καί ἔτσι νά ἐξετάσης τά ὅσα ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆτες λένε γιά τήν ἡμέρα καί ἡ Ἀνάσταση θά σέ πείση, γιατί ὅλους τούς ἔχει ἡ ἀπιστία τυλίξει. Εἶναι πολλοί οἱ τύποι τῆς ἑορτῆς καί ἀπερίγραπτοι γιά τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς καί τή συνέχιση τῆς ζωῆς. Μάρτυράς της, πού ἀξίζει νά τόν πιστέψης, εἶναι ἡ σφαγή τοῦ Ἰσαάκ· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν ἔρριξαν τ᾽ ἀδέλφια του καί ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀθάνατος· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἱερεμία, ὅπου μιά φορά ἀπό τή φθορά καί τό βόρβορο βγῆκε. Τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση ὑποτυπώνει τό κῆτος τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό ὅπου βγῆκε σέ τρεῖς μέρες. Ἔχεις στή διάθεσή σου κι ἄλλο σημάδι γιά τό δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, τό δεσμωτήριο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν κατασφάλισε ἡ παράνομη συναγωγή κι ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀπείρακτος ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια, ὅπως βγῆκε ὁ Χριστός σέ τρεῖς μέρες ἀπό τούς νεκρούς. Μαζί μ᾽ αὐτούς κι ὁ Δανιήλ μέ τό λάκκο τῶν λεόντων προτυπώνει τόν τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καί σώθηκε ἀπό τόν Ἅδη καί τό θάνατο, ὅπως ἀπό λεοντάρια. Μέ αὐτά νά ἐλέγξης τούς Ἰουδαίους καί νά τούς ἐπιτιμήσης. Ἔτσι ν᾽ ἀπολογηθῆς γιά τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά τά ὅπλα σύμμαχος σοῦ χαρίζει ο λόγος· αὐτά τά μυστήρια σοῦ διδάσκει ἡ ἑορτή.
Καί ἔπειτα τί ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτά; Ἐμεῖς γιορτάζομε μόνο ἤ θά φροντίσωμε καί γιά τόν ἀδελφό μας; Ἐμεῖς θά πανηγυρίσωμε ἤ θά μιλήσωμε καί γιά τούς ἄλλους; Εἶναι ἀνάγκη μέσα στή δική μας ἑορτή ν᾽ ἀκουσθῆ ἕνας θεάρεστος καί καλόδεκτος, κοινός στεναγμός τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Θεό κι ἄς θυμηθοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκες, τούς δικούς μας πού βασανίζονται ἀπό τίς στερήσεις στίς ἐρημιές.
Ἄς μποῦμε στά δεσμά τῶν δεσμωτῶν, ἄς ἀναδεχτοῦμε τόν πόνον ὅσων πονοῦν· γιατί ἄν ὑποφέρη ἕνα μέλος, ὑποφέρουν μαζί ὅλα τά μέλη. Ἄς συμμεριστοῦμε λοιπόν τό πάθος τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ἴδιων τῶν μελῶν μας· ἄλλοι μέ χρήματα, ἄλλοι μέ λόγους, ἄλλοι μέ εὐεργεσίες, ὅλοι μέ τήν ἱκεσία μας γι᾽ αὐτούς στό Θεό. Ἄς γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλῶ, ὅλοι ἀπό κοινοῦ σήμερα πρός τό Θεό, γιατί κοινή εἶναι ἡ αἰχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλῶ ἄς εἶναι ἡ δέησή μας, ἀφοῦ κοινή εἶναι καί ἡ τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε αὐτόν πού λέει: προσευχηθῆτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά σωθῆτε. Ἄς ἀκούσωμε τό Χριστό πού λέει· ἄν δύο ἤ τρεῖς συμφωνήσουν στήν προσευχή, κάθε αἴτημα πού θά ζητήσουν, θά τούς δοθῆ. Μεγάλο ὅπλο, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας· μεγάλο τεῖχος ἀδελφοί, ἡ σύμφωνη προσευχή ὅλων πρός τόν Θεό καί μάλιστα τοῦ λαοῦ πού στήν αἰχμαλωσία του ἔμεινε πιστός. Κανείς ἄς μήν τολμήση νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τή δέηση τῶν ταπεινῶν καί μάλιστα ἐκείνων πού καταπονοῦνται γιά τό ὄνομά Του, πού μαστιγώνονται, πού φυλακίζονται, πού θλίβονται, πού τούς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τους κι ὅμως δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ αὐτούς ὑπάρχουν πολλοί καί πολλές μέσα στίς τάξεις μας κι ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταί, καί πού Ἐκεῖνος ἀμέσως τούς ἀκούει. Μεγάλο ὅπλο, ἀγαπητοί, ἡ εὐχή ἐκείνων· ὅλους αὐτούς τούς λογαριάζει ὁ Χριστός γιά τούς κινδύνους πού καθημερινά διατρέχουν.
Γι᾽ αὐτό καί θαρραλέοι ἐμεῖς ἀπό τίς προσευχές τους καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔχουν μπροστά στό Θεό αὐτοί, ἀπό κοινοῦ, μ᾽ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες. Γιατί πολλές φορές ἡ βασιλική φιλανθρωπία κατά τίς ἑορτές σέ πολλούς καταδίκους χαρίζει τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση. Μεγάλη, τό ξαναλέω, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡ πίστη πού δέν χάνεται κατά τήν αἰχμαλωσία. Γιατί κι ὁ βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει τήν παράκληση τοῦ λαοῦ καί χαρίζει τούς καταδίκους στόν ὄχλο πού παρακαλεῖ. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη ὅλων σας μ᾽ ἐπιμονή νά θυμᾶστε (στίς προσευχές σας) τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκη· ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα τήν φρικτή, πού τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά δεχτοῦμε στά χέρια μας.
Ἔτσι μ᾽ ἐπιμονή γιά τούς ἀδελφούς μας ἄς προσευχηθοῦμε καί ἄς ποῦμε στό Χριστό: «Σύ ὁ μόνος καί τότε καί τώρα ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος κυρίαρχος, πού μέ τό Πάσχα τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου ἔσωσες καί μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ τούς χάρισες τήν ἐλευθερία, Σύ καί τήν ὥρα τούτη μέ τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τό ἀκριβό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου ἐλευθερία ἀπό τήν πικρή σκλαβιά. Σύ πού δέχτηκες τά κλάματα τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, δέξου σήμερα καί τῆς Ἐκκλησίας Σου τό στεναγμό τῆς αἰχμαλωσίας της. Σύ πού δέχτηκες τοῦ πιστοῦ ληστῆ τήν παράκληση, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τήν δέηση. Σύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τούς στεναγμούς τοῦ Πέτρου, δέξου καί μᾶς τῶν φτωχῶν τό κλάμα, Σύ πού δέν ἔστρεψες τό πρόσωπο στά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά πρεσβεύη γιά μεγάλη αἰχμαλωσία καί κραυγάζοντας σέ Σένα τό Θεό σήμερα νά λέη· Θεέ μου, πού σέ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκες ἀπό τούς νεκρούς, σήκωσε τόν πεσμένο ἀπ᾽ τῶν ἐχθρῶν τά χτυπήματα πιστό λαό Σου. Σύ πού τόν Ἀδάμ ἀπ᾽ τούς νεκρούς ἀνάστησες, τόνωσε τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, Σύ ὁ τότε καί τώρα Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου Σου, λύτρωσε ἀπ᾽ τούς ἄλλους τόν ταπεινό λαό Σου. Σύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνης παιδί γιά μᾶς, σῶσε ἀπό τό μαχαίρι τό πλῆθος τῶν παιδιῶν μας.
Σύ ὁ τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μέ τή μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω ἀπό τήν ξενιτειά τίς μάννες καί τά παιδιά τους. Σύ πού θεληματικά πουλήθηκες γιά τήν σωτηρία τῶν πολλῶν σταμάτησε τήν ἀγοραπωλησία τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύ πού δέχτηκες στήν πλάτη γιά μᾶς τό μαστίγωμα, τοῦ Πιλάτου τίς φοβέρες, Σύ πού κοπίασες γιά μᾶς μέ ὁδοιπορίες, παῦσε τά βάσανα τοῦ λαοῦ Σου καί τίς ταλαιπωρίες. Σύ πού φώναξες στό Σταυρό ‘Διψῶ’ δρόσισε ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά, Σύ πού μαζί μέ τούς ἀνόμους ἀπό ἀνόμους καταδικάστηκες σῶσε καί ἐμᾶς ἀπ᾽ τό συνέδριο τῶν ἀνόμων. Σύ πού γυμνώθηκες ἀπό τούς ἀνόμους σάν κακοῦργος, Σύ ὁ Ἴδιος Κύριε, πού φυλακίστηκες ἀπό τούς ἀνόμους ἐλευθέρωσε τούς ριγμένους στῆς φυλακῆς τά δεσμά. Σύ πού ἔδωσες παράκληση στή μητέρα Σου ἀπό τό θρῆνο καί τό κλᾶμα τοῦ Σταυροῦ, Σύ πού τότε κραύγασες στίς Μυροφόρες τό ΄Χαίρετε΄ Σύ φώναξε καί τώρα ‘Χαίρετε’ στίς Ἐκκλησίες Σου. Σύ πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά πόδια καί τά χέρια, ἐλευθέρωσε χέρια καί πόδια λαῶν σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, πού εἶπες ‘περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή μου ὡς τό θάνατο’, λύτρωσε τό λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τό θάνατο. Σύ πού ἡ λόγχη τρύπησε τήν πλευρά Σου, σπάσε τή λόγχη τῶν ἐχθρῶν Σου μέ τό χέρι Σου τό δυνατό καί θυμήσου, Κύριε, ὅπως τόν πιστό ληστή καί τό λαό Σου. Σύ πού ἔχυσες τό ἄχραντο Αἷμα Σου γιά μᾶς, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἵματός μας. Σῶσε τό λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τούς κληρονόμους Σου. Σηκώσου, γιατί, Κύριε, ἔχεις παραδοθῆ στόν ὕπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; Γιατί παίρνεις ἀπό μᾶς τό πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μή μᾶς κρατᾶς σ᾽ ἀπόσταση ὡς τό τέλος· μή μᾶς παραβλέπης ὁλότελα. Θυμήσου τό Σταυρό Σου, θυμήσου τό λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαγχνία Σου. Σύ, Κύριε, πού βάσταξες γιά χάρι μας σαράντα ἡμέρες τόν πειρασμό, θυμήσου τούς λαούς Σου πού πειράζονται στήν ἀπάτη καί ξηρή ἐρημία. Αὐτούς θυμήσου μαζί μέ μᾶς, Κύριε, καί πρίν ἀπό μᾶς, φιλάνθρωπε. Σ᾽ αὐτούς δῶσε πρίν ἀπό μᾶς τή βοήθειά Σου· ἐκείνους τέλος νά ἐπισκεφθῆς. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ᾽ ὅλους, πού εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιό ταπεινοί πάνω στῆ γῆ· ἐκείνους πού στήν ἔρημο ξεχάστηκαν ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους· πού ἀπό τό χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πρίν ἀπό τό θάνατό τους. Αὐτούς πού βαριά τούς παίδεψε ὁ θυμός Σου κι ἡ ὀργή Σου τούς ἤλεγξε· ἐκεῖνοι πού σάν νεκροί ἀπό τούς ἀνθρώπους λησμονήθηκαν, πού καταδικάστηκαν καί ζοῦν μέ τ᾽ ἄγρια θηρία. Αὐτοί πού τή στένεψή τους κανείς δέν παρατηρεῖ παρά μόνο τ᾽ ἀκοίμητό Σου μάτι· πού τήν ἀνάγκη τους, Σύ, Κύριε, γνωρίζεις καί κανείς ἄλλος δέν ἄκουσε, ἀφοῦ χωρισμένοι ἀπό τούς δικούς τους, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ζοῦνε ἔχοντας ξεχάσει τίς ἐκκλησίες καί μή ξαίροντας τίς μέρες τῶν ἑορτῶν.
Λίγη καλοσύνη σ᾽ αὐτούς δεῖξε, Κύριε· δέ γυρεύω πολλή. Ἔλα σ᾽ ἐκείνους, Θεέ μου, πού τούς ἐπαίδεψες· ἔλα στά ἄλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αὐτοί κάποτε ἦσαν κοντά Σου, ἦσαν κι αὐτοί Χριστιανοί, κι αὐτοί κοπάδια Σου κι αὐτοί μέλη τοῦ Σώματός Σου κι αὐτοί κοινωνοῦσαν τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τώρα κοινωνοῦν τό Σῶμα ἀλόγων ζώων. Γι᾽ αὐτό, Κύριε, ρίξε σ᾽ αὐτούς τό βλέμμα Σου γεμᾶτο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία. Κοίταξε αὐτῶν τῶν ἀθλίων τή στένεψη καί δεῖξε τους τή σωτηρία· κοίταξε τή βαθειά ἐρημιά τους καί κάμε τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν καί δίκαια τούς παίδεψες, σῶσε τους ὅμως. Ἄν καί τούς παρέδωσες στόν ἐχθρό ἄξια, ὅμως μάζεψέ τους. Τούς ἐχτύπησες, παρηγόρησέ τους· τούς παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Ἄν πολλές φορές ἁμαρτήσαμε, ὅμως ξαναθυμήσου μας πάλι, καί πάλι σκῦψε στή δέησή μας καί πιό πολύ ἄκουσε ὅσους βρίσκονται στίς ἐρημιές, στά σπήλαια καί τά βαθουλώματα τῆς γῆς, σ᾽ ἀπάτητους τόπους, ἀδελφούς μας χριστιανούς καί λαό δικό Σου. Γιατί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς πιστούς, ἐκεῖνοι ζοῦν στήν ἐρημιά μαζί μέ τούς ἐχθρούς· ἄν ἐμεῖς χαιρώμαστε τίς ἑορτές, ἐκεῖνοι βρίσκονται σέ μέγα σκότος. Ὑπέρμετρη εἶναι ἡ δυστυχία τους, μεγάλος ὁ φόβος τους, τό τραῦμα τους φοβερό, πικρή ἡ συμφορά τους, ἀνεκδιήγητη ἡ καταστροφή τους, μεγάλο τό ἀγκάθι, πολλή ἡ τραγωδία τους, Κύριε.
Μή μᾶς ἀφήσης γιά πάντα ἔξω, ἀλλά μαζί μέ τήν παιδεία δεῖξε μας καί τή φιλανθρωπία Σου, γιά νά μή μείνη ἡ τελευταία καύχηση στούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ποῦν γιά μᾶς οἱ εἰδωλολάτρες: ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους, δέν εἶναι ὁ Χριστός τους, δέν εἶναι ὁ Σταυρός τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τους; Ποῦ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν; Γιά νά μήν τά ποῦνε αὐτά, γρήγορα ἄς δοῦν τά ἐλέη Σου σ᾽ ἐμᾶς. Ἄς μᾶς προφτάση γρήγορα ἡ εὐσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί εἴμαστε πολύ φτωχοί, γιατί εἴμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ἄς φτάση λοιπόν ὡς Ἐσένα ὁ στεναγμός τῶν δεομένων· θά Σέ μαλακώσουν τά δάκρυα τῶν ἄκακων νηπίων, πού τά κατασφάζουν, θά Σέ συγκινήση ὁ θρῆνος τῶν μητέρων πού χάνουν τά παιδιά τους.
Εἶναι παρακλήσεις τά ὅσα λέμε, Κύριε, κι ὄχι ἀντιλογίες. Σέ παρακαλοῦμε, δέν ἀντιδικοῦμε μέ Σένα. Παρακαλοῦμε, γιατί οἱ ἄνομοι μᾶς βρίζουν καί οἱ Ἕλληνες μᾶς καταπονοῦν. Δέ φιλονικοῦμε, ἐξομολογούμαστε, κλαῖμε γιατί καί οἱ ἄλλοι εἶναι σέ κίνδυνο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἴμαστε καί Χριστιανοί. Εἴμαστε τιποτένιοι ἀλλά ὁπαδοί τῆς δικῆς Σου πίστεως. Δέν ἀξίζομε τή φιλανθρωπία Σου ἀλλά εἴμαστε πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας Σου στήν ἴδια μάντρα μαζεμένοι. Αὐτήν τήν ἱκεσία σέ Σένα οἱ φτωχοί γιά τόν ἀμέτρητο λαό τῆς αἰχμαλωσίας προσφέρομε στήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου, κλῆρος καί λαός, νέοι καί νέες, γέροντες μέ νεώτερους, τά παιδιά μέ τίς μητέρες τους, κάθε ψυχή ὅσων πιστεύουν σέ Σένα. Αὐτούς ὅλους λύτρωσέ τους ἀπό τή φοβέρα πού σιμώνει, καί κάνε τους, ἄξιους τῆς Βασιλείας Σου μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί κυριάρχου Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Πανάγιο καί ζωοποιό Του Πνεῦμα. Τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.»